ἀποδιˬαλλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαλλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬαλλάζω Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.)-ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 75 ἀπαδιˬαλλάζω Πελοπν. (Βασαρ. Βούρβουρ. Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διˬαλλάζω. Ὁ τύπ. ἀπαδιˬαλλάζω κατ’ ἀφομ ᾽Ιδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 148 καὶ ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3 150.
Σημασιολογία
1) Ἐναλλάσσομαι διαδοχικῶς πρός τινα ἐν τῇ ἐκτελέσει ἔργου τινός, οἷον ἐπὶ φυλακῆς ποιμνίων ἢ ἄλλης ἐργασίας Πελοπν. (Βασαρ. Οἰν.)-ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Ἡ πεˬὸ πολλὴ ἀγάπη κ’ ἥ πεˬὸ μεγάλη ἔχθρητα κάθουνται πάντα ’ς ἕνα διστράτι κιˬ ἀποδιˬαλλάζονται, ἡ μιὰ διˬώχνει τὴν ἄλλη ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀλλάσσω ἐνδυμασίαν Πελοπν. (Βουρβουρ. Μάν.): Ἔχω δυˬὸ ἀλλαξιˬὲς κιˬ ἀποδιˬαλλάζω Βούρβουρ. Αὐτὸς ἔχει ροῦχα κιˬ ἀποδιˬαλλάζει. Συνών. ἀλλάζω Α 3β, ἀπαλλάζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA