αὐτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αντωνυμία

Τυπολογία

αὐτὸς ἀντων. προσωπικὴ γ΄ προσώπου κοιν. αὐτὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) αὐτὲς Σκῦρ. αὐθὸς Χίος (Πυργ.) αὖτος Συμ. αὖτο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Ροχούδ.) αὐτόνος Βιθυν. Κίμωλ. Κρήτ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. αὐτόνους Μακεδ. (Ἀρν. Χαλκιδ.) κ.ἀ. αὐτοῦνος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὄρ.) Ζάκ. Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν (Ἀρκαδ. Λακων. Λάστ. Λεντεκ. Μάν. Μεγαλόπ. Φεν.) κ.ἀ. αὐτοῦνους Ἤπ. Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν.) κ.ἀ. αὐτεῖνος Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. κ.ἀ. αὐτεῖνους Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. αὐτ͜ειὸς Ζάκ. εὐτὸς Ἄνδρ. Ζάκ Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύθηρ. Λευκ. Μύκ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ρόδ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. εὔτους Λέσβ. ’φτὸς Ἄνδρ. Ζάκ. Κίμωλ. Λέσβος Μακεδ. Νάξ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ. εὐτόνος Κορσ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ. Κυνουρ.) Τῆν. κ.ἀ. ἴφτόνους Β. Τῆν κ.ἀ. ’φτόνος Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) κ.ἀ. ’φτένος Κρήτ. (Γαῦδ. Σφακ.) κ.ἀ. εὐτοῦνος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Κυνουρ. Κυπαρισσ. Λακων. Λάστ. Λεντεκ. Μάν. Οἴτυλ. Σουδεν.) κ.ἀ. ’φτοῦνος Ἄνδρ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Ὄρ.) Ζάκ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κορινθ. Κυνουρ. Λάστ. Μάν. Σουδεν.) Τῆν. κ.ἀ. ’φτοῦνους Θεσσ. Στερελλ. κ.ἀ εὐτεῖνος Κεφαλλ. Λευκ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ’φτεῖνος Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μεγαλόπ.) κ.ἀ. εὐτ͜ειὸς Κεφαλλ. ἀφνὸς Μακεδ. (Βέρ.) κ.ἀ. ἔφνους Λέσβ. ἀτὸς σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτὸ Καππ. Πόντ. (Κολων.) ἀτὲ Καππ. Τσακων. ἀdὲ Καππ. ἀτὰ Πόντ. (Κολων.) ἀτὰν Πόντ. (Κολων.) ἀτιˬὰς Πόντ. (Ἀμισ.) ἄφστο Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) ἄστο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἐτὸς Καππ. (Σινασσ.) ἐτὸ Καππ. ἐτ-τὸ Καππ. (Φερτ.) ἐdὸ Καππ. ἐτὰ Καππ. ἐτιὰ Καππ. (Ἀνακ.) ’τιὰς Καππ. ’τιὰν Καππ. ἐτζιὰ Καππ. ἐτὰς Καππ. (Σινασσ.) ἰτὸς Καππ. (Μισθ.) ἰτὸ Καππ. ἰτοὺ Καππ. ἰτὰ Καππ. ἴτ-το Ἀπουλ. (Καλημ.) ἐτοῦνος Μέγαρ. κ.ἀ. ἐτοῦνους Στερελλ. (Αἰτωλ. Κεφαλόβρ.) ἐττοῦνο Καλαβρ. (Μπόβ.) τοῦνος Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Μέγαρ. τ-τοῦνος Εὔβ. (Ἀνδρων. Ὀξύλιθ.) αὐτοῦντο Καλάβρ. (Μπόβ.) εὐτοῦντο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀτοῦντο Καλάβρ. (Μπόβ.) αὐτοσδὰ πολλαχ. αὐτουσδὰ Σάμ. κ.ἀ. αὐτουδὰς Σκόπ. ’φτοσδὰ Ρόδ. ’φτόσδα Σίφν. ’φτουνοσδὰ Εὔβ. (Ὄρ.) αὐτοσγιˬὰ Θρᾴκ. κ.ἀ. αὐτόσγιˬα Ἤπ. Θεσσ. κ.ἀ. ᾿φτοσιˬὰ Κάλυμν. Κῶς ’φτόσγα Μακεδ. ’φτοσὰ Στερελλ. (Δεσφ.) Τῆλ. αὐτονὰς Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Σκοπ.) αὐτουνὰς Θρᾴκ. (Κομοτ.) κ.ἀ. αὐτόνας Μακεδ. αὐτόνοσὰ Κρήτ. αὐτεῖνοσὰ Κρήτ. αὐτεινοσὲ Κρήτ. αὐτούνουι Καλαβρ. (Καρδ.) χάτος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) χάτοχὰς Πόντ. (Χαλδ.) ἀτοχὰς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἄτοχὰς Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἄτοχὰς Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχατοχὰς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀχάτοχας Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχάτοχὰς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) τος κοιν. τους βόρ. ἰδιώμ. τοσνας Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Γενικ. αὐτουνοῦ κοιν. αὐτ’νοῦ βόρ. ἰδιώμ. ἀφνοῦ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. αὐτεινοῦ Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. κ.ἀ. εὐτεινοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’φτεινοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) εὐτουνοῦ Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Λεντεκ.) κ.ἀ. ’φτουνοῦ Ἄνδρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀτουνοῦ Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κοτύωρ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτεινοῦ Πόντ. (Ὄφ.) κ.ἀ. ἐτουνοῦ Κρήτ. κ.ἀ. ἀτου Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) ἀτ’ Καππ. Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ’του Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) τοῦ κοιν. του κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) dου πολλαχ. ’τ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) τ’ βόρ. ἰδιώμ. d’ Χίος (Πυργ.) τσοῦ Εὔβ. (Λίμν.) τσου Θρᾴκ. (Αἶν. Ἀλμ. Δαδ.) κ.ἀ. θοῦ Χίος (Πυργ.) ἀκε Πόντ. (Νικόπ.) ’κε Πόντ. (Νικόπ.) ᾿κεν Πόντ. (Κολων.) Αἰτιατ. αὐτὸνε σύνηθ. αὐτόνα πολλαχ. αὐτόν-να Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. αὐτονὰ Κρήτ. κ.ἀ. αὐτουνιδάνι Β. Εὔβ. ἀτόνα Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.) ἀτόναν Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἐτάνα Καππ. (Σινασσ.) ἐτάναν Καππ. (Σινασσ.) χάτοναν Πόντ. (Κερασ.) ταῦτον πολλαχ. ταύτονε πολλαχ. ἀτὸν καὶ ἀτον Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’τον Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ’τονε Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ’τονα Πόντ. (Ὄφ.) τὸν καὶ τον κοιν. τοὺν καὶ τουν βόρ. ἰδιώμ. τόνε καὶ τονε σύνηθ. τοὺνι καὶ τουνι βόρ. ἰδιώμ. τονα σύνηθ. τὲν Σκῦρ. τενε Σκῦρ τενα Σκῦρ. τ-τον Χίος (Πυργ.) Πληθ. ὀνομαστ. αὐτ’νοὶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφνοὶ Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ. Κοζ. Σιάτ. Γκιουβ. Χαλκιδ.) κ.ἀ. αὐθοὶ Χίος (Πυργ.) αὐτὲ Θεσσ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀτεῖνοι Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀτεῖν’ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτιὰ Καππ. ἀdιὰ Καππ. ἐτιὰ Καππ. ἰτιὰ Καππ. ἐτάγιˬα Καππ. ’τάγιˬα Καππ. εὖκ’ Λέσβ. ἄτοιχαν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἄτοιχάν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) χάτοινοι Πόντ. (Κερασ.) ἀχάτοιχάν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) τζοὶ καὶ τζοι Ἄνδρ. Πληθ. γενικ. αὐτωνῶν κοιν. αὐτωνῶνε κοιν. αὐτουνῶν βόρ. ἰδιώμ. αὐτουνῶνε Κέρκ. Παξ. αὐτουνῶνες Παξ. αὐτουνῶνι βόρ. ἰδιώμ. αὐτ’νοῦνις Σάμ. αὐτ’νῶν πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφνῶν Θρᾴκ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀφνοῦς Εὔβ. (Λίμν.) αὐτεινῶν Ἄνδρ. Ζάκ. Ἤπ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. κ.ἀ. ἀτωνῶν Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτεινῶνα Πόντ. (Ὄφ.) ἀτουν Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ’τουν Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτουνα Πόντ. (Ὄφ.) ’τουνα Πόντ. (Ὄφ.) των κοιν. τωνε κοιν. τουν βόρ. ἰδιώμ. τουνι βόρ. ἰδιώμ. dων πολλαχ. dωνε πολλαχ. βορ. dουν πολλαχ. βορ. ἰδιώμ. dουνι πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. τω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Σύμ. Σῦρ. dω Καλαβρ. (Μπόβ.) τῶς καὶ τως πολλαχ. ’ῶς Ἀπουλ. (Καλημ.) dως Κρήτ. κ.ἀ. τῶσε Κρήτ. τωσὲ Κρήτ. dωσὲ Κρήτ. τσως Λυκ. (Λιβύσσ) ’κουν Πόντ. (Κολων.) τοὺς καὶ τους κοιν. τσου Θρᾴκ. (Ἀλμ.) Πληθ. αἰτιατ. αὐτὼς Λυκ. (Λιβύσσ.) αὐτουνοὺς κοιν. αὐτ’νοὺς βόρ. ἰδιώμ. ἀφνοὺς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. αὐτεινοὺς Θρᾴκ. ἀτουνοὺς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀτεινοὺς Πόντ. (Ὄφ.) χάτουνους Πόντ. (Κερασ.) ταύτους πολλαχ. ἀτ’ς Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾽τ᾽ς Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) τοὺς καὶ τους κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) d’ς Μύκ τὼς καὶ τως Κῶς Ρόδ. Τῆν. Χίος κ.ἀ. τσοὶ πολλαχ. τσοις Κρήτ. Χίος κ.ἀ. τσοὶσε Κίμωλ. Θηλ. αὐτεί’ βόρ. ἰδιωμ αὐτείνα πολλαχ. αὐτείνιˬα Ἤπ. Θρᾴκ. Μακεδ. κ.ἀ. αὐτείνηνιˬα Κρήτ αὐτήγη Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἔφνα Λέσβ. ἀτὲ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) ἐτιὰ Καππ. (Σινασσ.) ταυτὴ Κρήτ. (Σητ.) dαύτη Καλαβρ. (Μπόβ.) ’φκὴ Λέσβ. αὐτεινηδὰ Σκίαθ. ’φτηὰ Στερελλ. (Δεσφ.) ’φτὰ Στερελλ. (Δεσφ.) χάτε Πόντ. (Κερασ.) ἀτεχα Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄτεχα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἄτεχὰ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχάτεχα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Γενικ. αὐτεινῆς κοιν. αὐτ’νῆς βόρ. ἰδιώμ. ἀφνῆς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφνοῦς Μακεδ. (Γκιουβ.) εὐτεινῆς Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. κ.ἀ. εὐτουνῆς Πελοπν. (Κυπαρισσ.) ἀτεινὲς Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀτης Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀτ’ς Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’τ’ς Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) τῆς καὶ της κοιν. dης πολλαχ. τ᾿ς βόρ. ἰδιώμ. τη Καλάβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) τσης Ἰων. (Κρήν.) Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. κ.ἀ. τση πολλαχ. τσῆσε Κίμωλ. τσου Θρᾴκ. (Ἀλμ.) κ.ἀ. κης Χίος (Μεστ.) Αἰτιατ. ταυτὴ Κρήτ. ἀτὲν καὶ ἀτεν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀτένα Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ) ἀτέναν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) χάτεν Πόντ. (Κερασ.) χάτεναν Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ’τεν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) τὴν καὶ την κοιν. τὴνε καὶ τηνε κοιν. τ᾿ν βόρ. ἰδιωμ. ν-νὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) νὴ Μακεδ. (Κοζ.) Σκόπ. κ.ἀ. τηνα σύνηθ. τενα Σκῦρ. τ’να πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. κ᾿να Λέσβ. τιˬαν Θρᾴκ. ταν Θρᾴκ. (Σουφλ.) Πληθ. αἰτιατ. αὐτέζε Χίος (Λιθ.) τὲς καὶ τες πολλαχ. ᾽ὲς Ἀπουλ. (Καλημ.) τοὶς καὶ τοις κοιν. τσοὶ καὶ τσοι πολλαχ. τσοις Κρήτ κοις Χίος κ.ἀ. Οὐδ. αὐτονὰ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Κρήτ. κ.ἀ. –ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι καὶ ἀντίλογ. 68 αὐτόνονὰ Κρήτ. αὐτεῖνονὰ Κρήτ. ἀτοχὰ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄτοχα Πόντ. (Κοτύωρ) ἄτοχὰ Πόντ. (Σάντ) ἀχάτοχα Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἀχάτοχὰ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ’φτογὰ Κῶς ἐτὸ Καππ. ἐτὰ Καππ. ἐτ-τοὺ Καλαβρ. (Μπόβ.) τὲ Σκῦρ. ἴτ-το Ἀπουλ. ’το Πόντ. τὸ καὶ το κοιν. τοὺ καὶ του βόρ. ἰδιώμ. ἀ Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Γενικ. τσου Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. ἐθε καὶ ἐθες Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀθε καὶ ἀθὲς Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἐχτε καὶ ἐχτες Πόντ. (Κερασ.) ἀχτε καὶ ἀχτες Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀχθε καὶ ἀχθες Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀχτερ Πόντ. (Κερασ.) ἀχτερις Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀχτέρις καὶ ἀχτερὶς Πόντ. (Κερασ.) Αἰτιατ. αὖτο Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κρήτ αὖτος Κρήτ. ταῦτο πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ταῦτου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ταῦτος Χίος. Πληθ. αὖτα Ἀπουλ. αὐτάνα Βιθυν. Κρήτ. Μύκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χίος εὐτάνα Σῦρ. ’φτάνα Κίμωλ. αὐταδὰ σύνηθ. ’φταδὰ πολλαχ. ’φτάδα Σίφν. εὐτούναγε Πελοπν. (Τρίκκ.) ναυταγά Κάλυμν. ’φκιˬὰ Κεφαλλ. ἀ Καππ. (Φάρασ.) ἄταχα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἄταχὰ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀχάταχὰ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ’τα Πόντ. τὰ καὶ τα κοιν. Γενικ. ἀφνοῦς Εὔβ. (Λίμν.) Ὑπερθετ. αὐτότατος κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἡ ἀρχ. ὁριστικὴ ἢ διασταλτικὴ καὶ προσωπικὴ ἀντων. αὐτός. Οἱ τύπ. αὖτος, αὐτόνος, αὐτοῦνος, αὐτεῖνος καὶ ἀτὸς καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 480 (ἔκδ. JSchmitt) «μαντατοφόρους ὤρθωσε καὶ εἰς αὖτον ἀποστέλνει». Γαδάρ διήγ. στ. 208 (ἔκδ. Wagner σ. 130) «καὶ τὴν ἐξομολόγησιν ὁπὄκαμον εἰς αὔτην». Αὐτόθ. στ. 296 «καὶ πῶς δὲν ἔχω παντελῶς ἀπ’ αὖτα δουλεμένα». Χρον. Μορ. στ. 2815 «[τὸ ὕδωρ] ... αὐτόνο εἴχασι πολύ». Πρόδρομ 4, 256 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «κάλλιον ἦτον νά ’τρωγες αὐτοῦνον τὸ μελάνιν». Χρον. Μορ. στ. 1122 «αὐτοῦνοι γὰρ οὐ πολεμοῦν ὡσὰν ἐσεῖς οἱ Φράγκοι». Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1 (ἔκδ. JLambert) «αὐτεῖνος ἦτον ὁ εὐγενής, παράξενος ἀπὲ χώραν». Χρον. Μορ. στ. 7222 «τὰ ὄρνεα τὰ ἄλαλα κι αὐτεῖνα ἔκλαψάν τον». Ἐρμονιακ. στ. 1465 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 129) «οὐδ’ ὁ βασιλεὺς ἀτός του | ὁ κρειττότερος ὅλων». Τὸ αὖτος ἐτονίσθη κατὰ τὸ τοῦτος. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 115. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ αὐτοῦνος ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 115. Τὸ αὐτεῖνος ἐκανονίσθη κατὰ τὸ ἐκεῖνος, καθ’ ὅ ὁμοίως ἔχει τὸ ε καὶ τοῦ εὐτός. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 504. Τὸ αὐτ͜ειὸς-εὐτ͜ειὸς ἔγινε κατὰ τὸ ἐκ͜ειός. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 155. Περὶ τῆς γενέσεως τοῦ ἀτὸς ἐκ τῆς αὐτοπαθοῦς ἀντων. ἑατοῦ<ἑαυτοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ» 41 (1929) 13 κἑξ. Τὸ ἀφνὸς ἐκ τοῦ πληθ. ἀφνοὶ<αὐτ’νοί. Τὸ τοῦνος κατὰ τὸ τοῦτος. Τὸ αὐτοῦντο ἐκ συμφύρ. τοῦ αὐτὸς καὶ τοῦντο<τοῦτο. Οἱ. τύπ. αὐτοσδά, αὐτοσγιˬά, αὐτονάς, αὐτούνουι, αὐτονοσὰ ἐγεννήθησαν ἐκ συνεκφορᾶς μετὰ τῶν δεικτικῶν προσσχηματισμῶν δά, γιˬά, νὰς<νά, ί, ά. Τὸ χάτος ἐκ τοῦ δεικτικοῦ χὰ καὶ ἀτός, τὸ δὲ χάτοχὰς ἀντὶ *χάτοσχὰς ἐκ τοῦ αὐτοῦ μορίου προσκολληθέντος ἐν ἀρχῇ καὶ ἐν τέλει, ἐγεννήθη δὲ πρῶτον τὸ οὐδέτερον χάτοχὰ, ὅθεν τὸ ἀρσεν. χάτοχὰς διὰ τῆς προσλήψεως τοῦ ς ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν δηλωτικοῦ τοῦ ἀρσεν. γένους. Εἰς τὸ ἀτοχὰς ἐξέπεσε τὸ ἀρκτικὸν χ ἐκφωνούμενον ὡς τὸ h. Περὶ τῶν τύπων τούτων ἰδ. Ἄνθ.Παπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 110 κἑξ. Περὶ τοῦ πληθ. αὐτὲ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 340. Αἱ γενικ. τουν καὶ τους καὶ μεσν. Τὸ τῶς ἐκ συμφύρ. τῆς γενικ. τῶν καὶ τῆς αἰτιατ. τούς, δι᾽ ὃ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 577. Οἱ ἀπὸ τοῦ τ ἀρχόμενοι συγκεκομμένοι τύποι προῆλθον ἐκ τῶν πλαγίων πτώσεων τοῦ ἀτὸς τιθεμένου ἐγκλιτικῶς μετὰ ρηματικοὺς τύπους. τὸ δὲ φαινόμενον καὶ μεσαιωνικόν Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 221. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 6548 «πολλά με τὸν χαιρέτα». Ἐν γένει ὅλοι οἱ ἄτονοι τύποι τίθενται μετὰ ρῆμα ἢ δεικτικὸν μόριον (νά τον, νά τους) ἐγκλιτικῶς. Ἐκ τοῦ νά τον, νά τους προῆλθον τὸ νά τος, νά τοι, φέρονται δὲ καὶ οἱ τύποι τος τοι πάντοτε ἐγκλινόμενοι. Τὸ τος τίθεται ἐνίοτε καὶ ἀντὶ τοῦ τον (ε). Τὰ Ποντικὰ ἀτον, ἀτεν, ἀτο, ἀ, ἀτ ᾿ς, ἀτα προηγουμένου ρηματικοῦ τύπου εἰς -ει ἢ ε γίνονται τον, τεν, το κτλ. διὰ τῆς συναλοιφῆς τοῦ ει, ε καὶ α, οἷον φέρει ἀτον-φέρ᾽ τον, παίρει ἀ-παίρ᾿ , πέτε ἀτεν-πέτ’ τεν, πιάστε ἀτουνους-πιάστ᾽ τουνους, τερέστε ἀτους-τερέστ’ τ’ς κτλ. Περὶ τούτου ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 132. Οἱ ἀπὸ τοῦ d ἀρχόμενοι τύποι ἐγεννήθησαν μὲν προηγουμένου ν, οἷον τὴ δουλ͜ειάν του-τὴ δουλ͜ειά dου, τὴν ἡμέραν της-τὴν ἡμέρα dης, ἀλλὰ καθολικευθέντες πολλαχοῦ λέγονται ἀσχέτως πρὸς τὸ ληκτικὸν γράμμα τῆς προηγουμένης λέξεως, οἷον τὰ πρόβατά dου. Ὁ φθόγγος τσ τῶν τύπων τσης, τση, τ ’ς, τσοι, τσοις κττ. προηγουμένου ν προφέρεται συνήθως τζ. Τύποι τινὲς τῆς Καππαδοκίας εἶναι κοινοῦ γένους, τὸ δὲ ἀτὰν τοῦ Πόντου εἶναι ἄκλιτον κοινοῦ γένους καὶ ἀριθμοῦ. Ἐπὶ οὐδετέρου γένους ἀντὶ τοῦ του ἐν Πόντῳ εὐχρηστεῖ τὸ ἐθε καὶ οἱ διάφοροι παρηλλαγμένοι τύποι, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐκ τοῦ ἀρχ. ἕθεν. Ἡ τοῦ πνεύματος ἀλλαγὴ διὰ τοὺς πολλοὺς ἐκ τοῦ α τύπους, οἱ ὁποῖοι ψιλοῦνται. Οἱ ἀτονοι τύποι εἴναι ἐγκλινόμενοι.

Σημασιολογία

1) Ὡς ἀντιδιασταλτικὴ ἀντων. ἀντιδιαστέλλει πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ἀπὸ πᾶν ἄλλο κείμενον ἢ νοούμενον, συνεκφέρεται δὲ πολλάκις πρὸς μεγαλυτέραν ἔμφασιν τῆς ἀντιδιαστολῆς πρὸς τὸ ἔναρθρον ἴδιˬος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Αὐτὸς τό ᾽καμε-τό ’φερε κττ. Αὐτὸς φταίει. Αὐτὸς εἶναι ὁ κλέφτης. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία τῆς δυστυχίας μου. Αὐτὸς ὁ ἴδιˬος μοῦ τὸ εἶπε. Θὰ βρῶ αὐτὴν τὴν ἴδιˬα. Θὰ τὸ πῶ ᾿ς αὐτὸ τὸ ἴδιˬο τὸ παιδὶ κοιν. Ἀτὸς ἐποίκεν ἀτο Τραπ. Χαλδ. Ἀτὲν δότ’το (εἰς αὐτὴν νὰ τὸ δώσετε) αὐτοθ. Ἀτὸ τὸ λέγω σε ποίσον αὐτόθ || Φρ. Αὐτὸς εἶναι ποῦ τὰ λέει δέκα δέκα (ἐπὶ φλυάρου) Ἀθῆν. β) Ἀντιδιαστέλλει πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ἀπὸ πᾶν ἄλλο ὡς τὸ κατ᾿ ἐξοχήν, τὸ κατ’ οὐσίαν, κατ᾽ ἀλήθειαν ὄν κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Αὐτὸς εἶναι γιˬατρὸς-δικηγόρος-φίλος κττ. Αὐτὸ εἴναι γάλα-κρασὶ κττ. Αὐτὰ εἶναι ἀχλάδιˬα-μῆλα-σταφύλιˬα κττ. κοιν. Ἀτὸς ἔν’ ἄρθωπος Τραπ. Χαλδ. γ) Προηγουμένου τοῦ συνδέσμου καὶ καὶ ἐπιφερουμένου ἐνάρθρως τοῦ προσδιοριζομένου οὐσιαστικοῦ ἐξαίρει τοῦτο κατ᾿ ἐξοχὴν ὑπὲρ τὸ προηγούμενον, λεγόμενον ἢ νοούμενον, πρὸς ὃ γίνεται ἡ διὰ τοῦ καὶ σύνδεσις κοιν.: Κι αὐτὸς ὁ πατέρας του δὲ θέλει νὰ τὸν δῇ ᾿ς τὰ μάτιˬα του. Κι αὐτὴ ἡ μητέρα του τὸν ἀρνήθηκε. Κιˬ αὐτὸ τὸ σπίτι της δὲν τὴν χωράει κοιν. || ᾎσμ. Σὲ καρτερεῖ ἡ μαννούλλα σου κιˬ αὐτὴ ἡ ἀδερφή σου Ἤπ. δ) Ἀντιδιαστέλλει πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ἀπὸ πᾶν ἄλλο ὡς τὸ μόνον ὄν, προσδιορίζεται δὲ ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ πολλάκις ὑπὸ τῶν λέξεων μόνος, μοναχὸς, μοναχὰ χάριν ἐμφάσεως κοιν.: ’Σ αὐτὸν-᾽ς αὐτὴν ἔχω τοὶς ἐλπίδες μου. ’Σ αὐτὸ τὸ παιδὶ στηριζόμαστε ὅλοι. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιουσία μου. Αὐτὸ μόνο ἔχω, τίποτε ἀλλο. Αὐτὰ μονάχα ἔχω νὰ σοῦ δώσω. ε) Ἐξαίρει πρόσωπον ἄνευ ἀντιδιαστολῆς πρὸς ἄλλο ὡς τὸ ὄντως ὄν τοιοῦτον ὁποῖον χαρακτηρίζεται ὑπὸ τοῦ προσδιορισμοῦ κοιν.: Αὐτὸς ὁ παλα͜ιάνθρωπος θὰ μᾶς καταστρέψῃ μὲ τὰ καμώματά του. Αὐτος ὁ ἄγγελος μ᾿ ἔσωσε ’ς τὴ δύσκολη στιγμή. Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος. Δὲν τὸν λυπᾶσαι αὐτὸν τὸν δυστυχῆ! ς) Δηλοῖ μείωσιν τῆς ἀξίας προσώπου ἢ πράγματος μέχρι τοῦ βαθμοῦ τοῦ οὐτιδανοῦ, τοῦ περιφρονήσεως ἀξίου, τοῦ εὐτελοῦς κοιν.: Αὐτός. Νά, αὐτός. Αὐτὸν θὰ λογαριˬάσω! Αὐτὸς θὰ μὲ δείρῃ! Αὐτὸς ἔκαμε τέτ͜οιο ἀνδραγάθημα! Ἦρθε κιˬ αὐτὸς καὶ γυρεύει μερτικό. Πο͜ιὰ εἶν’ αὐτὴ ποῦ φωνάζει; Αὐτὸ θὰ μοῦ δώσῃς! Αὐτά, δὲν τὰ θέλω! 2) Ὡς ἐπαναληπτικὴ ἀντων. τίθεται ἀντὶ προσώπου ἢ πράγματος περὶ τοῦ ὁποίου ἔγινε λόγος, εἶναι δὲ ἡ χρῆσις αὕτη συνήθως εἰς τὸν διάλογον ἢ τὸν διηγηματικὸν λόγον κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλὴμ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φαρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Ὁ δεῖνα εἶναι κιˬ αὐτὸς καλὸς ἄνθρωπος. Ἦρθε ὁ δεῖνα; -Ὄχι ἀκόμα, τὸν περιμένουμε. Χύμιξε ἀπάνω ᾿ς τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔδειρε κοιν. Ἡ ’γιλᾶδα κά’ κιˬ αὐτεί᾽ χουράφ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσοὶ παρᾶδες ποῦ τσοὶ πῆρες τί τσοὶ ἔκαμες; Θρᾴκ. Ἐπροσκάλεσε τὰ κορίτσιˬα τση κοντά τση καὶ τσοὶ ἐπαράγγειλε πολλὰ Ζάκ. Πλαγιˬάζ ’ κουdά τ᾿ς κιˬ ἄρχιψι νὰ ν-νὴ παι’ζ’ κὶ νὰ ν-νὴ ᾿ιλᾷ (ἐκ παραμυθ. ᾿ιλᾷ=γελᾷ) Αἶν. Ὁ τσιˬούρε ρώτησε ᾽ὲς κυατέρε τί τέλουνε νὰ ᾿ῶς φέρῃ (ὁ πατέρας ἠρώτησε τὰς θυγατέρας τί θέλουν νὰ τοὶς φέρῃ) Καλημ Εἶναι τος ἐδῶ (αὐτὸς περὶ τοῦ ὁποίου ἔγινε ἐρώτησις) Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) κ.ἀ. Τί κάνει ὁ δεῖνα; ζῇ; -Εἶναι τος (ζῇ ἀκόμη) Πελοπν. (Γελίν.) Πολλάκις κατὰ πλεονασμὸν τίθεται τὸ τος καὶ ἐν τῇ ἐρωτήσει: Εἶναι τος ὁ δεῖνα; -Εἶναι τος (ζῇ ὁ δεῖνα; -ζῇ) Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Γελίν. Κορινθ. Τρίκκ.) κ.ἀ. Εἶναι τη (ἀκμάζει, εἶναι ὡραία) Κεφαλλ. || Γνωμ. Τὸν ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς παιδεύγει τον Κρήτ. (Βιάνν.) || ᾌσμ. Ἐγὼ τὴν κόρ’ ’κὶ θάφτ’ ἀτεν νὰ τρώῃ ἀτεν τὸ χῶμαν, ἀπάν’ τῆ γῆς ᾿κ᾽ φίν’ ἀτεν νὰ καίῃ ἀτεν ὁ ἥλӧν Τραπ. Ἐgὼ ὅλο τὸν gόσμο ἐπαρπάτω, τὸ ἐπαρπάτω γιˬὰ νὰ ηὖρω ἐσ-σένα Μπόβ. –Ποίημ. Μοῦ λέγει πῶς ἀγάπησεν, ἀνάθεμα τὴν ὥρα ὁποῦ δὲν εἶναι τος ἐδῶ νὰ τὴν γνωρίσῃ τώρᾳ (τὸ τος ἀναφέρεται εἰς τὸ νοούμενον ἐκ τῶν ἡγουμένων ὄνομα) ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3, 72. Ἀποτριβείσης τῆς σημασιολογικῆς χρήσεως τοῦ τος τίθεται τοῦτο πολλάκις μετὰ τοῦ δεῖνα ἄνευ ὡρισμένης σημασίας: Εἶναι τος ὁ δεῖνα (ζῇ εἰσέτι) Κεφαλλ. Τρίκκ. κ.ἀ. Εἴνι τους ἀκόμα οἱ δεῖνα Αἰτωλ. κ.ἀ. Κατὰ πλεονασμὸν τίθενται οἱ συγκεκομμένοι τύποι προηγουμένων τῶν πλήρων μόνων ἢ μετὰ οὐσιαστικῶν ἢ οἱ ἐγκλινόμενοι προηγουμένων τῶν ὀρθοτονουμένων: Αὐτὴ τη δουλε͜ιὰ ἐγὼ τὴν ἔκαμα. Αύτὸ τὸ πρᾶμα ἐσὺ θὰ τὸ πάρῃς. Αὐτὰ ’ς αὐτὸν θὰ τὰ δώσουμε. Τὸ γράμμα σου τὸ πῆρα. Αὐτὰ ποῦ μοῦ λές τὰ πιστεύω. Τὸν ἄνθρωπο τὸν ξέρω κοιν. Ἀτὸν ἐγὼ ’κὶ θέλ’ ἀτον (αὐτὸν ἐγὼ δὲν τὸν θέλω) Χαλδ. Ἀτὲν ἐμεῖς ᾿κ᾿ ἐξέρομ’ ἀτεν (αὐτὴν ἐμεῖς δὲν τὴν ξεύρομε) αὐτόθ. Ἀτὸ ἐγὼ ᾽κ᾿ ἐπέρα ’το (αὐτὸ ἐγὼ δὲν τὸ πῆρα) αὐτόθ. Ἀτὰ τὰ δουλείας ἐγὼ ἐποίκα ’τα (αὐτὲς τοὶς δουλειὲς ἐγὼ τοὶς ἔκαμα) αὐτόθ. Καὶ ἀντιστρεφομένων τῶν ὅρων τῆς προτάσεως προηγοῦνται οἱ συγκεκομμένοι τύποι πάλιν κατὰ πλεονασμόν: Ἐγὼ τὴν ἔκαμα αὐτὴ τὴ δουλ͜ειά. Ἐσὺ θὰ το πάρῃς αύτὸ τὸ πρᾶμα. ’Σ αὐτὸν θὰ τὰ δώσουμε αὐτά. Τὸ πῆρα τὸ γράμμα σου. Δὲν τα πιστεύω αὐτὰ ποῦ μοῦ λές. Τον ξερω τον ἄνθρωπο κοιν. Οὕτω πλεοναστικῶς προηγοῦνται οἱ συγκεκομμένοι τύποι ἐν πάσῃ περιπτώσει οἱονεὶ προεξαγγέλλοντες τὸ ἀντικείμενον τοῦ ρήματος λεγομένου ἤ νοουμένου: Τὸν ἀγαπῶ τὸ γιό μου. Τὴν λατρεύω τὴ μητέρα μου. Τὰ πονῶ τὰ παιδιˬά μου. Τοὺς εἴδαμε τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦ ἔδωσα τοῦ ἀδερφοῦ μου χρήματα. Τῆς ἔδωσα τῆς κόρης μου μεγάλη προῖκα κττ. Τό ’θελα-τό ᾿καμα-τό ᾿λεγα-τό ’λπιζα κττ. (ἐνν. τὸ πρᾶγμα). Τά ’χω εἰπωμένα-καμωμένα-τελειωμένα-φαγωμένα κττ. κοιν. || Φρ. Μοῦ τὴν κατάφερε ἢ μοῦ τὴ σκάρωσε (ἐνν. τὴ δουλειά. Ἐπὶ δολίας κατά τινος ἐνεργείας). Τὴν ἔπαθα (ἐνν. τὴ δουλειά. Ἐπὶ ἀτυχῆματος ἢ ἀποτυχίας ἀπροσδοκήτου). Τό’ βαλε στραβὰ (ἐνν. τὸ καππέλλο. Ἐπὶ τοῦ ἀμερίμνου). Τὴ γλύτωσε (ἐνν. τὴν ζωήν. Ἐπὶ τοῦ παρὰ τρίχα σωθέντος). Πῶς τὰ βλέπεις; (ἐνν. τὰ πράγματα=πῶς βλέπεις τὴν κατάστασιν;) Μὴν τἀ ρωτᾷς! (ἐνν. τὰ πράγματα. Ὅταν ἡ ἀπάντησις πρόκειται νὰ εἶναι δυσάρεστος).Ἔτσι τό ’χουμε ἐμεῖς (ἐνν. τὸ πρᾶγμα, ἔτσι τό ’χουμε συνήθε͜ιο). Τό ’δεσε κόμπο (ἐνν. τὸ πρᾶγμα. Ἐπὶ τοῦ λαβόντος ὑπὸ σοβαρὰν ἔποψιν λόγον ἢ ὑπόσχεσίν τινα καὶ ἐλπίζοντος εἰς τὴν ἐκπλήρωσίν της). Μούντζωσέ τα ἢ φασκέλωσέ τα (ἐνν. τὰ πράγματα. Ἐπὶ περιφρονήσεως καταστάσεώς τινος ἀνωμάλου ἢ ἀπογοητεύσεως) κοιν. Ἤθελές τα κ’ ἔπαθές τα (ἐνν. αὐτὰ ποῦ ἔπαθες. Ἐπὶ τοῦ παθόντος ἐξ ἰδίας ὑπαιτιότητος) πολλαχ. Ἐκ τῶν πλήρων δὲ φράσεων: Καλῶς τὸν δεχτήκατε τὸ γιˬό σας, καλῶς τὴν δεχτήκατε τὴν κόρη σας, καλῶς τὸ δεχτήκατε τὸ παιδί σας κττ. καὶ περαιτέρω: καλῶς τὸν δεχόμαστε τὸ Γιˬάννη-τὸ Γεˬῶργο κττ. προῆλθον αἱ ἐπὶ ὑποδοχῇ προσώπου βραχυλογικαὶ ἐκφράσεις: Καλῶς τον τὸν Γεˬῶργο, καλῶς την τὴ Φανή, καλῶς το τὸ παιδὶ κττ. καὶ περαιτέρω βραχυλογικώτερον: Καλῶς τον! Καλῶς την! Καλῶς τες! Καλῶς τους! Καλῶς τα! κττ. κοιν. Καλῶς τὰ δεχτήκατε (εὐχὴ ἀδιακρίτως γένους) πολλαχ. 3) Ὡς προσωπικὴ ἀντων. εἰς τὰς πλαγίας πτώσεις χρησιμεύει εἰς δήλωσιν τοῦ γ΄ προσώπ. κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φάρασ κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Ματζούκ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Τὸν ἀγαπῶ. Τὸ παίρνω καὶ τοῦ τὸ δίνω. Τοῦ μιλῶ. Τῆς χρωστῶ. Τοὺς εἶδεν. Μαζί τους. Τοὺς τό ’δωσα. Πᾶρε τον-την-το κτλ Φέρε τους. Μίλησέ τους. Πές του-της-τους κοιν. ’Εσκότωσεν ἀτον Τραπ. Χαλδ. Ἀγαπᾷ ᾿τον, τιμᾷ ’τον, κρατεῖ ἀτον, φιλεῖ ἀτον κττ. αὐτοθ. Πέ ἀτο ἢ πέ ἀ αὐτόθ. Ἐπῆεν τως Ρόδ. ᾿Εφώναξέν τως αὐτόθ. Ἤδωκά τως Κῶς Δὲ μπορεῖς τῶς πῇς (δὲν δέχονται ἀπὸ ἀγερωχίαν νὰ τοὺς ὁμιλήσῃς) Τῆν. Θέλου τους Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Πᾶρ’τιˬαν Θρᾴκ. Ν-ν ἔχου Αἶν. Ν-νὴ λέγου αὐτόθ. Τὼς εἶπε Χίος Λέει τως αὐτόθ. Τῶν ἔφυγα (τοὺς ἔφυγαν) Κρήτ. Εἶδα τσοι αὐτόθ. Εἶδα τσοις αὐτόθ. Εἶdα του χρεία ν’ ἀλλάξῃ δρόμο; αὐτόθ. Πάινι ταν Σουφλ. Φέρ᾿ ταν αὐτοθ. Εἶπα του Κίμωλ. Τσῆσε μιλῶ αὐτόθ. Στρώνει τω τάβλα νὰ ᾿ευτοῦ (τοὺς στρωνει τραπέζι νὰ γευθοῦν) Κάρπ. Ἤφαέ τζοις μιˬὰ χαρά κ’ ἐγὼ ἤφαγά τσοις, δὲ dὸ κρύβω Κρήτ. Τοῦ ἀφουρκάζομαι (πείθομαι εἰς αὐτὸν) αὐτόθ. β) Ἠ γενικὴ τῶν ἐγκλινομένων τύπων του, της, των ἢ τους κτλ. δηλοῖ κτῆσιν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ γιˬός του-της-των ἢ τους. Λένε τὰ δικά των ἢ τους κοιν. Τὰ παιδιˬά τως Κάρπ. Νάξ. Τὰ μαθήματά τως Ρόδ. Τὸ παιδίν ἀτ’ -ἀτ᾽ς Τραπ. Χαλδ. Ἡ μάννα ᾽τ᾿ αὐτόθ. Τὰ μαλλία ᾽τ᾽ς αὐτόθ. Τ’ ὁσπίτ’ν ἀτουν αὐτόθ. Τὰ παιδία ’τουν αὐτόθ. Τὰ σάκ-κοι dω Μπόβ. Ὁ ἀδερφός τσης Κρήτ. Τὸ μωρό τζης αὐτόθ. Τὸ bλεξουδάκι τζη Νάξ. Ἤτανε προυκισμένη ’ς τὰ πάντα τση ὅλα Κίμωλ. Ἡ ἀφέντης τσου Αἶν. Εἶπεν τῆς πεθερᾶς κης Χίος (Μεστ.) Τὸ στόμαν ἀκε Νικόπ. Ἡ κόρη ’κε αὐτόθ. Ἡ γνώμη κεν Κολων. Ἀντάμαν ᾿κουν αὐτόθ. Εἶναι ἀλήθε͜ια της (λέγει τὴν ἀλήθειαν) Κύπρ. Τὰ παιδιˬὰ εἶναι τῆς ὑγε͜ιᾶς τω (εἶναι ὑγιῆ) Σῦρ. || ᾌσμ. Κ’ ἡ μάννα τση τὴν ἤδερνε μ᾿ ἕνα χρυσὸ βιτσάλι κιˬ ὁ κύρις τση τὴν ἤδερνε μὲ τὸ μαργαριτάρι Κρήτ. Ἡ μάννα τσου τὴ ρώτησε κ᾿ ἡ μάννα τσου τὴ λέγει Θρᾴκ. Σὰν ἀστραπὴ τὸ βλέμμα τως, σὰν ἄνεμος τὸ ἰδεῖ τως Κάρπ. Οἰ Ποντικοὶ τύποι ἐθε, ἀθε, ἐχτε, ἀχτερ κτλ. λέγονται μόνον ὅταν τὸ ὄνομα εἰς ὃ ἀναφέρονται εἶναι γένους οὐδετέρου ἢ δηλοῖ πρᾶγμα: Τὸ παιδὶν ἐχάσεν τὸ χαρτίν ἐθε (τὸ βιβλίον του) Τραπ. Χαλδ. Τὸ μωρὸ ἔλειψε τὴ μαερεία ἐπάν’ ἐθε (ἄλειψε τὸ φαεῖ ἀπάνω του) Ὄφ. Κλείδωσον τὴν πόρταν μὲ τὸ κλειδὶν ἀχτερις (μὲ τὸ κλειδί της) Κοτύωρ. γ) Ἡ γενικὴ πληθ. τίθεται ὡς γενικ. τοῦ ὅλου κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δὲν τὸ βρῆκε κἀνένας των ἢ κἀνένας τους. Πο͜ιοὶ εἶναι οἱ γνωστικώτεροί τους; -οἱ καλύτεροί τους; κττ. κοῖν. Οἱ ἔμορφοι ἀτουν, οἱ καλοί ἀτουν κττ. Τραπ. Χαλδ. δ) Ἡ αἰτιατικὴ ἀτόν, ἀτέν, ἀτὸ κτλ. ἀκολουθοῦσα ὡς ἀντικείμενον τοῦ ρήματος τὸ ὑποκείμενον ἀτός, ἀτέ, ἀτὸ κτλ. ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν αὐτοπαθῆ ἀντων. ἑαυτόν, ἑαυτὴν κτλ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Λέει ἀτὸς ἀτὸν (λέγει καθ᾿ ἑαυτὸν) Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Ἐνέσπαλεν ἀτὸς ἀτὸν (ἐλησμόνησε ἑαυτὸν) αὐτόθ. Ἀτὸ ἀτὸ ἐντῶκεν (ἐκτύπησεν ἑαυτὸ) αὐτόθ. Ἀτεῖν’ ἀτείντς ἐδέκαν ’ς σὸ έρ’ (αὐτοὶ ἑαυτοὺς ἐπρόδωσαν) αὐτοθ. ε) Ἡ γενικὴ ἀτουνοῦ, ἀτεινὲς κτλ. μετὰ τοῦ ἐκθλιβομένου ἀρθρου τ(ὸ) ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν αὐτοπαθῆ ἀντων. ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς κτλ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔστρωσεν τ᾽ ἐκεινέτερον τὸ κρεββάτ’ καὶ τ᾿ ἀτουνοῦ ἐφέκεν (ἔστρωσε τὸ ὶδικό τους κρεββάτι καὶ τὸ ἰδικό του ἄφησε ἐνν. ἄστρωτο. Ἐκ παραμυθ.) Χαλδ. Ἐπῆρε τοῦ βασιλέα τὸ σπαθὶ καὶ τ᾿ ἀτεινοῦ ἐκρέμασε ᾿ς τὸν τόπον ἀθε (καὶ τὸ δικό του κρέμασε ’ς τὴ θέσι του. Ἐκ παραμυθ.) Ὄφ. Ἀτεἴν’ τ᾽ ἀτεινῶνα τ᾿ ὁσπίτ᾿ ἔχτισαν (αὐτοὶ τὸ δικό τους κτλ.) αὐτόθ. ς) Τὸ ἀτὸς ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ ἐγκλινομένου του (α) Δηλοῖ ἐνέργειαν προερχομένην ἐκ μόνου τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ρήματος ἄνευ τῆς ἐγκρίσεως ἤ συνεργασίας παντὸς ἄλλου, ὅθεν ἀτός του=ἀφ’ ἑαυτοῦ, μόνος του, κατ’ ἀναλογίαν δε του γ΄ προσώπ. ἐλέχθη και ἐπι τῶν ἄλλων προσώπων ἀτός μου, ἀτός σου πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἀτός μου τὸ ἔκαμα. Ἀτός σου νὰ πάς. Ἀτή σου νὰ καμῃς τη δουλε͜ιά σου. Ἀτος του το μαρτύρησε. Ἀτή της τα λέει κιˬ ἀτή της τ’ ἀκούει. Ἀτοί τους τὰ λένε πολλαχ. Ἀτέ σι Τσακων. Ἀτός-ι-μ’ Σάμ. κ.ἀ. || Φρ. Ἀτός μου κιˬ ἀπατός μου πολλαχ. Ἀτόζ-ι μ᾿ κιˬ ἀπατόζ-ι-μ’ Κυδων. || ᾌσμ. Κάθομαι, διαλογίζομαι κιˬ ἀτός μου τὸ θαυμάζω πῶς δὲ χαλοῦνε τὰ βουνά, ὅταν ἀναστενάζω Χίος Καρδιˬά μ’ ἀπαρηγόρητη, παρηγορήσου ἀτή σου, κιˬ ἄλλες πολλὲς τὸ πάθανε δὲν εἶσαι μοναχή σου Κρήτ. κ.ἀ. Ἡ σημασία καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ. 3, 410 Η «ἀτός του γίνεται ἰατρὸς καὶ τάδε παραγγέλλει» καὶ Χρον. Μορ 771 (ἔκδ. JSchmitt) «ἀτοί τους γὰρ καὶ μοναχοὶ ἀλλήλως ἐπαινοῦνταν. (β) Δηλοῖ ταὐτότητα, ὁμοιότητα, ὅθεν ἀτός του=ὁ ἴδιος Πελοπν: ᾎσμ. Τώρᾳ ἔγινε κιˬ ὁ γιός του | σὰν νὰ ἦτον καὶ ἀτός του. (γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀτή της=ἡ τρίτη ἑβδομὰς τῶν Ἀπόκρεων ἡ ἀμέσως προηγουμένη τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, δηλ ἡ καθ’ ἑαυτὸ Ἀπόκρεως κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς δύο προηγουμένας Πελοπν. (Βυτίν.) (δ) ᾿Ισοδυναμεῖ ἀπλῶς πρὸς τὸ αὐτὸς ὡς γ΄ πρόσωπ. τῆς προσωπικῆς ἀντων., ἀναλογικῶς δὲ ἐλέχθη καὶ ἀτός μου=ἐγώ, ἀτός σου=ἐσύ, χρησιμοποιοῦνται δὲ συνήθως οἱ περιφραστικοὶ οὗτοι τύποι ἀτός μου-σου-του ὡς εὐγενέστεραι ἐκφράσεις ἀντὶ τοῦ ἐγώ, ἐσύ, αὐτὸς Εὔβ. (Ὄρ.) Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Χαλκ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Λάστ. Λεντεκ. Παππούλ. Σαραντάπ. Τρίκκ. Χατζ.) κ.ἀ.: Τί γένεσαι; -Καλά! ἀτός σου; Ἀνδρίτσ Παππούλ. Χατζ. Ἀτός μου ἔκανα αὐτὴ τὴ δουλ͜ειὰ Χαλκ. Ἔρημο ριζικὸ τό ’χεις ἀτή σου Ἀπύρανθ. Ἄσε με᾽τ᾿ ἀτή σου! Τρίκκ. || ᾌσμ. Ἄν εἶν᾿ ὁ μαῦρος σου καλὸς κι ἀτός σου παλ-ληκάρι, φτάνεις κ᾽ ἐσὺ ’ς τὴ λειτουργιˬά, φτάνεις κ’ εἰς τὸ στεφάνι Κάρπ. Καὶ ἐνάρθρως ὁ ἀτός μου=ἐγὼ Νάξ. (Γαλανᾶδ.) (ε) Ἀτός του=ὁ πατὴρ (πβ. ἑπόμενα) Πελοπν.: Ἦρθε ἀτός του (ὁ πατήρ μου). ζ) Τίθεται τὸ αὐτὸς (α) Ἐνάρθρως ἀντὶ τοῦ δεῖνα, ὁσάκις ὁ λέγων δὲν ἐνθυμεῖται τὸ περὶ οὗ πρόκειται ὄνομα ἢ ἀποφεύγει νὰ ἀναφέρῃ αὐτὸ εὐφημισμοῦ ἕνεκα σύνηθ.: Ἦρθε ὁ αὐτός. Πάει ὁ αὐτός. Ὁ αὐτὸς μοῦ εἶπε τὸ καὶ τὸ σύνηθ. Ἦρθε ὁ ’φτόνος καὶ μοῦ ’φερε τὸ ’φτόνο Κρήτ. Ἡ αὐτὴ (τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον). Τὰ αὐτὰ (τὰ αἰδοῖα). Τὸ αὐτὸ (τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον) σύνηθ. Συνών. ἀπαυτὸς 1. (β) Ἀντὶ τοῦ ὁ σύζυγος Θεσσ. Ἤπ. Μακεδ. Πελοπν. κ.ἀ.: Πο͜ιὸς εἶναι μέσα; -Αὐτὸς (ὁ σύζυγός μου) Ἤπ. Αὐτείνα (ἡ σύζυγός μου) Μακεδ. Συνών. ἐκεῖνος. γ) Ἡ κλητικὴ αὐτὲ ἀντὶ τοῦ σὺ Θράκ. (Αἶν.) Κρήτ. κ.ἀ.: Αὐτέ, ἔλα νὰ σοῦ πῶ Κρήτ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. οὗτος. 4) Ὡς δεικτικὴ ἀντων. ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὸ ἀρχ. οὗτος καὶ δεικνύει τὸ πλησιέστερον κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐκεῖνος δεικνύουσαν τὸ ἀπώτερον κείμενον. Ὡς δεικτικοὶ χρησιμοποιοῦνται καὶ ὅλοι οἱ ἰδιωματικοὶ τύποι οἱ ἔχοντες ἐν τέλει ἢ καὶ ἐν ἀρχῇ δεικτικὸν προσσχηματισμὸν αὐτοσδά, αὐτοσγιˬά, αὐτονάς, αὐτόνοσά, αὐτεῖνοσά, αὐτεινοσέ, αὐτούνουι, χάτος, χάτοχάς, ἄτοχὰς κτλ. κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλὴμ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός. Αὐτὸς ποῦ βλέπεις εἶναι πολὺ πλούσιˬος. Αὐτὸς τὰ φταίει. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα εἶναι φτωχε͜ιά. Αὐτὴ τὴ φορά. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια-ἡ κατάστασι. Αὐτὴ τρελλαίνεται γιˬ’ αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι δικό μου, ἐκεῖνο δικό σου. Ὁ δεῖνα εἶπε αὐτὸ κιˬ αὐτό. Αὐτὸ τὸ βιβλίο-τὸ κορίτσι-τὸ παιδὶ κττ. Αὐτὸ ποῦ σοῦ λέω θὰ κάμῃς. Πῶς μπορεῖ νὰ γίνῃ αὐτό; Γιˬ’ αὐτὸ ἦρθε-τό ’πε-τό ’καμε κττ. κοιν. Γιˬὰ ταῦτο Λυκ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Γιˬὰ ταῦτος Χίος Ἐτὰ τὸ γέννημα Καππ. Εὔτους ποῦ εἶδις Λέσβ. Ἐτούν᾿ τὴ στιγμὴ Αἰτωλ. Ἀκοῦσαν εὔτα τὰ λόγιˬα Λέσβ. Ἐτὸ τὴ φορὰ Σινασσ. Ἀτὸ τὸ τραβῴδ᾽ (τραγούδι) Χαλδ. Ἀτὸ τὸ λές (αὐτὸ ποῦ λές) αὐτόθ. Νὰ σέπεται ἀτὸ ἡ γλῶσσα σ᾿! (νὰ σαπίσῃ αὐτὴ ἡ γλῶσσα σου! Ἀρὰ) αὐτόθ. Νὰ κόφκεται ἀτὸ ἡ λαλια σ᾽! (νὰ κοπῇ αὐτὴ ἡ φωνή σου!) αὐτόθ. Τοῦν’ τὸν ἄνθρωπο ᾿ὲ θέλου νὰ-ν-τὸνε λέπου μπρουστά μου Κονίστρ. Τὴν τὴν ὥρα (αὐτὴν τὴν ὥρα) Κάλυμν. Ἴτ-το πουḍḍὶ (αὐτὸ τὸ πουλλὶ) Καλημ. Ἀπ’ ἀτιὰ χώριˬα (ἐκτὸς αὐτῶν) Καππ. Ἐγὼ εἶμαι μιˬὰ κ’ εἶναι τα τόσα (καὶ αὐτὰ εἶναι τόσα) ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλ 19. Τὸν καιρὸ ἀφνοῦς τσ᾿ παιδιˬοῦνες (ὅταν αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἦσαν μικρὰ) Εὔβ. (Λίμν.) Αὐτὸ τὸ κοριτσούδ’ εἶναι ἀφνοῦς τζῆ γυναίκας (αὐτῆς τῆς γυναίκας) Μακεδ. (Γκιουβ.) ᾿Φτοσὰ ὁ βουητὸς εἶναι ’ποῦ τοὶς πατημιˬὲς τοῦ δράκου (ἐκ παραμυθ.) Τηλ. ᾿Φτοσιˬὰ ὁ ἄτθρωπος Κάλυμν. Θ’ ἀνέβω αὐτονὰ τὸν ἀνήφορο Γέν. Σαρεκκλ. Αὐτεινοσὲ ὁποὺ θωρεῖς Κρήτ. || Φρ. Αὐτὸς αὐτότατος (ἐπὶ ἀναμφισβητήτου προσωπικῆς ταυτότητος). Αὐτὸς καὶ ὄχι ἄλλος (περὶ τοῦ κομπαστικῶς περιαυτολογοῦντος). Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος-ἡ ζωὴ-ἡ παντρε͜ιὰ τὸ ἐμπόριο κττ. (αὐτὰς τὰς δυσχερείας, τὰς περιπετείας). Αὐτὰ τὸν κατάστρεψαν-τοῦ ᾽φαγαν τὸ κεφάλι κττ. (αὐταὶ αἱ ἀσύνετοι πράξεις). Αὐτὸ ἢ αὐτὰ ἐγὼ δὲν τὰ κάνω (προκειμένου περὶ πράξεως ἀσυνέτου) κοιν. Ἀπ᾿ αὐτά του κιˬ ἀπ’ αὐτά του | ἐχαθῆκαν τὰ μυˬαλά του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Αὐτὰ καὶ πάλιν αὐτὰ (ἐπὶ παλιλλογιῶν) Πελοπν. (Δημητσάν) || ᾌσμ. Χάρως ’ς τὴν πόρταν ἔστεκεν κιˬ ἀτόναν φοβερίζει Κερασ. Τὸ βλέπω πῶς κακονυχτᾷς καὶ σὰν πουλλὶ γυρίζεις γιˬὰ νά ’βρῃς πέρδικες νὰ φάς γιˬὰ ’φτοῦνο τριγυρίζεις Ζάκ. Ἔλα, μάννα, ἂς τὸν κλάψουμε ἐμεῖς ἐτὸ τὸν ξένο Σινασσ. Πολλάκις ἡ ἀντων. συνεκφέρεται μετὰ τῶν τοπικῶν ἐπιρρημάτων ἐδῶ, ἐκεῖ κτλ. πρὸς ἐπίτασιν τῆς δείξεως: Αὐτὸς ἐδῶ. Αὐτὸς ἐκεῖ κοιν. Οἱ συγκεκομμένοι καὶ ἐγκλινόμενοι τύποι συνήθως ἐπιτάσσονται κατ᾿ ὀνομαστικὴν ἢ αἰτιατικὴν ἐρωτηματικῶν ἢ δεικτικῶν λέξεων κττ. ἢ προστακτικῶν: Ποῦ ’ν’ τος-τη-το-τους-τοις-τα ἢ ποῦ τος-τη κτλ. ἢ ποῦ ’ν’ τον-την κτλ. ἢ ποῦ τον-την κτλ. Νά τος ἢ νά τον-την κτλ. ἢ νά μου τον-την κτλ. Γιˬά δές τον-την κτλ. Ἄκου τον κοιν. Γιˬά τος Ἤπ. Νά τοσνας Αὐλωνάρ. Ἄκου τος Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἔπαρ’ τος Πελοπν. (Λακων.) || Φρ. Νά τα μας! (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου γεγονότος) κοιν. || Αἴνιγμ. Ἄκου τος καὶ ποῦ εἶν᾿ τος; (ἡ ψυχὴ) Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Πολλάκις ἐπακολουθεῖ καὶ τὸ ὄνομα εἰς τὸ ὁποῖον ἄναφέρεται τὸ δεικτικόν: Ποῦ ᾿ν᾿ τος ὁ Γεˬῶργος; Ποῦ ’ν’ τὸ παιδί; Ποῦ ’ν’ τα τὰ πράγματα; κοιν. Ποῦ του ᾿νι τοὺ πιδί μ᾿; Ἤπ. Τὰ Ποντικὰ χάτος, χάτοχὰς, ἄτοχὰς .κτλ. ἢ λέγονται ἀπολύτως ἄνευ συνεκφορᾶς ἄλλης λέξεως καὶ ἰσοδυναμοῦν πρὸς τὸ ἰδοὺ αὐτός, νά τος, ἢ συνεκφέρονται μὲ τὸ δεικνυόμενον ὄνομα: Χάτος! Κερασ. Χαλδ. Χάτοχὰς! Χαλδ. Ἄτοχας, ἔρται! (νά τος ἔρχεται) Χαλδ. Ἄτεχὰ ἡ θεία μ᾽-ἡ μάν-να μ’ (νά ἡ θεία μου κτλ.) αὐτόθ. Ἄταχα τὰ μῆλα αὐτόθ. Ἀχάτοιχαν’, ἔρθανε (νά τους, ἤρθανε) αὐτοθ. Αἱ γενικαὶ Πόντου ἀτουνοῦ, ἀτεινὲς κτλ. μετὰ τοῦ ἄρθρου τ(ο) δηλοῦν κτῆσιν: Τ᾿ ἁτουνοῦ-τ᾿ ἀτεινὲς τὸ παιδὶν (αὐτουνοῦ, αὐτεινῆς τὸ παιδί) Χαλδ. Τ’ ἀτωνῶν τὰ χωράφ (αὐτωνῶν τὰ χωράφια) αὐτόθ. Ἡ χρῆσις τῆς αὐτὸς ἐπὶ τῆς σημ. τοῦ οὗτος καὶ μεταγν. Πβ. Π.Δ. (Γένεσ. 3, 15) «αὐτός σου τηρήσει κεφαλὴν καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». ΚΔ (Λουκ. 5, 14) «καὶ αὐτὸς παρήγγειλεν αὐτῷ μηδενὶ εἰπεῖν». Αὐτοθ 19, 1 «ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης καὶ οὗτος ἦν πλούσιος».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/