γλυκοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυκοῦσα ἡ, Κρῆτ.(Πεδιάδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Οἴτυλ. Πλάτσ.) - Λεξ. Λεγρ., 342 Δημητρ. γλυκοῦσα Πελοπν. (Λεῦκτρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ. εἰς Ἀθηνᾶν 37 (1925) 189.

Σημασιολογία

1) Γλυκεῖα Κρήτ. (Πεδιάδ.) Αἴνιγμ.: Στραβοπάτουρ’ εἶν’ ἡ μάννα | καὶ γλυκοῦσα ἡ θυγατέρα | καὶ δαιμονικὴ ἡ ἐγγόνη (τὸ κλῆμα, ἡ σταφυλὴ καὶ ὁ οἶνος). 2) Ἐρασμία, ἀγαπητή, θελκτικὴ Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ.: ᾊσμ. Κόρη μ’ γλυκοῦσα τοῦ γιˬαλοῦ, κόρη γαϊτανοφρύδα Καλάβρυτ. Δὲν εἶναι ’δῶ ’ς τὴν γειτονιˬὰν τέτο͜ια γλυκοῦσα κόρη Λεξ. Λεγρ., ἔνθ’ ἀν. 3) Πιθαν., τὸ ἀγριολαχανικὸν Τορδύλιον τὸ φαρμακευτικὸν (Tordylium officinale) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδοφόρων (Umbelliferae) Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν. Οἴτυλ. Πλάτσ.) Συνών. γλυκάδι 3, γλυκολάχανο, καυκαλίδα, μοσκολάχανο, μοσκοπαππαδιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/