ἀποδιˬαλόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαλόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδιˬαλόγι τό, Ἄνδρ. Δαρδαν. Προπ. (Κούταλ.) Σκῦρ. κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. ἀπουδιˬαλό’ Ἀδραμ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κυδων. Λέσβ. ἀποδιˬαλόι Μύκ. Χίος -Λεξ. Πρω. ᾿ποδκιˬαλόγι Κύπρ. ’ποδκιˬαλόιν Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδιˬαλάγω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 13 (1916) 166.
Σημασιολογία
1) Ἡ τελικὴ διαλογή, ἐκλογὴ ἀγν. Τόπ.: Φρ. Δὲ σ᾿ ἔβαλαν ᾿ς᾿ τ ἀποδιˬαλόγι! (πρὸς τὸν ἐκφράζοντα τὴν προτίμησιν διὰ κἄτι χωρὶς νὰ ἐρωτηθῇ). 2) Συνήθως κατὰ πληθ., τὰ μετὰ τὴν ἐκλογὴν τῶν καλυτέρων ἀπομένοντα, ἑπομένως ἄξια ἀπορρίψεως, οἷον ἐπὶ καρπῶν, ἐμπορευμάτων κττ. Ἀδραμ. Ἄνδρ. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Κυδων. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Λέσβ. Μύκ. Προπ. (Κούταλ.) Σκῦρ. Χίος -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Ἐδκιˬάλεξαν τὰ καλὰ καλὰ τ’ ἔμειναν τὰ ᾿ποδκιˬαλόγιˬα Κύπρ. Ἔπκιˬασες τὰ καλὰ ἀπ-πίδκιˬα κι ἄφησες τὰ ᾿ποδκιˬαλόγιˬα αὐτόθ. Τὰ καρύδκιˬα σου ἕν’ οὕλου ’ποδκιˬαλόγιˬα (ὁ ἀγοραστὴς πρὸς τὸν πωλητὴν) Γερμασ. || Γνωμ. Ὅγο͜ιος πολυˬοδιˬαλέει τ’ ἀποδιˬαλόγιˬα παίρνει (ἐπὶ τοῦ δυσκόλου ἐν τῇ ἐκλογῇ καὶ ἐν τέλει ᾶποτυγχάνοντος) Σκῦρ. Διˬάλιγα διˬάλιγα, ’ς τ’ ἀπουδιˬαλόγιˬα ἔπισα (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κυδων. || ᾎσμ. Τὰ ξώφυλ-λα τῶν μαρουλ-λιˬῶν, τὰ φύλ-λα τῶν τινάρων, τὰ ᾿ποδκιˬαλόγιˬα τοῦ χωρκοῦ λαλοῦν μου νὰ τὰ πάρω (τσινάρων=ἀγγινάρων) Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι. 3) Μετων. ὁ ἄξιος ἀπορρίψεως, ἀνάξιος Κύπρ. || ᾊσμ. Ἔρκετουν ’πόξω ἄντρας μου τ’ εὑρίσκεν τα ρολόιν, ἐφίλαν με τ’ ἐλάλεν μου ἤμουν καθαρολόιν, ἐαίρετουν πῶς ἔν ηὗρεν κἀνέναν ’ποδκιˬαλόιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA