ἀποδιˬαντροπώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδιˬαντροπώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδιˬαντροπώνω ἀμάρτ. ’ποδκιˬαντραπώνω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποδιˬάντροπος. Ὁ τύπ ’ποδκιˬαντραπώνω ἐκ τοῦ μέσ. ἀορ. ἀποδιˬαντράπην τοῦ ρ. ἀποδιˬαντρέπω.

Σημασιολογία

1) Καταισχύνω τινα, προσβάλλω: Εἶπεν μού το μέσ᾿ ’ς τὸν κόσμον τ’ ἐποδκιˬαντράπωσέν με. Συνών. ἀποδιˬαντρέπω 3, ντροπιˬάζω. 2) Προσβάλλων τινὰ τὸν ἀναγκάζω νὰ ἐπιδείξῃ συμπεριφορὰν ἀπρεπῆ καὶ ν’ ἀποβάλῃ πᾶσαν αἰδῶ: Πρῶτα ᾿έν τοῦ εἶπα τίποτε, ὅ,τι τσ’ ἐποδκιˬαν-τράπωσέν με, ἐξητίμασά τον τ’ ἐγιˬὼ (ἐξητίμασα=προσέβαλα, ὕβρισα). Μὲν τὸν λάμνῃς, μὲν τὸν ἐξητιμάζῃς, τ’ ’εν-νὰ τὸν ’ποδκιˬαντραπώσῃς (λάμνῃς=ἐνοχλῇς, ἐρεθιζῃς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/