ἀποδιˬαντροπωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬαντροπωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποδιˬαντροπωσύνη ἡ, ἀμάρτ. ᾿ποδκιˬαντραπωσύνη Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. Τραούδ. 37.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποδιˬάντροπος, παρ’ ὃ καὶ ᾿ποδκιˬάντροπος.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις πάσης αἰδοῦς, τελεία ἀναισχυντία ἔνθ’ ἀν.: Εἶες ᾿ποδκιˬαντραπωσύνην, νὰ παραιˬονών-νουν ’ς τοὺς φτωχοὺς τοὺς ἀρκάτες τὸ π-πελάβιν χωρὶς ζάχαρις καὶ καν-νέλ-λαν! (παραιˬονών-νουν=ἐκ τῆς χύτρας κενώνουν τὰ φαγητὰ εἰς τὰ πιάττα) Κύπρ. || Ποίημ. Ἀλλοίμονον, κόρη Λενοῦ, ἠ ᾽ποδκιˬαντραπωσύνη, ἃν πῇ ταὶ ξαπλωθῇ πολλά ’εν-νὰ ψωρκάσῃ ’ποῦ καλὰ ἡ νεˬότη, ἡ παιδκιˬωσύνη (ἐὰν ἡ ἀναισχυντία διαδοθῇ πολύ, ἡ νεότης θὰ ψωριˬάσῃ γιὰ καλά, θὰ διαφθαρῇ τελείως. παιδκιˬωσύνη=νεότης) ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA