γλυφαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυφαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυφαίνω σύνηθ. γλυφαίνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βλοχαίνω Κρητ. (Σητ.) γλυφαίνουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυφός. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ., ἐπὶ ὕδατος, εἶμαι ἢ καθίσταμαι γλυφός, ὑφάλμυρος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιιˬοῦ γλυφαίνει ἤ γλύφανε κοιν. Ἐβλύχανε τὸ νερὸ τσῆ βρύσης Κρήτ. (Σητ.) β) Μετβ., καθιστῶ τι γλυφόν, ὑφάλμυρον Λεξ. Μπριγκ. Συνών. γλυφίζω Ι1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA