ἀποδιˬασκελεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬασκελεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποδιˬασκελεˬὰ ἡ, Κρήτ. ᾿ποδοσκελεˬὰ Πελοπν. (Ξηροχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. διˬασκελεˬά. Ὁ τύπ. ’ποδοσκελεˬὰ παρετυμολογικῶς πρὸς τὸ πόδι.
Σημασιολογία
1) Τὸ διάστημα τῶν διεστώτων ποδῶν λαμβανόμενον ὡς μονὰς μήκους Πελοπν. (Ξηροχώρ.): Δυˬὸ ’ποδοσκελὲς τόπος εἶναι. Συνών. ἀποδιˬασκέλωμα, ἀποδιˬασκελωματεά, ἀποζαλεˬά, ἀποσκελωματεˬά, διˬασκελεˬά, σκελωματεˬά. 2) Διάβασις ὕπερθέν τινος μὲ διανοιγμένα σκέλη, διασκελισμὸς Κρήτ. Συνών. ἀποδιˬασκέλισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA