ἀποδιˬασκελώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδιˬασκελώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδιˬασκελώνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’ποδιˬασκελώνω Κρήτ. ’ποδκιˬα-ελών-νω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. διˬασκελώνω.
Σημασιολογία
Διανοίγω πολὺ τοὺς πόδας καθήμενος ἢ βαδίζων ἔνθ’ ἀν.: Ἔμαθες νὰ ᾿ποδκιˬα-ελών-νῃς μέσ’ ’ς τὴν στράταν Κύπρ. Ἰˬάdα κ’ ἐποδιˬασκέλωσες καὶ κἀθεσ’ ἐτσὰ κ᾿ εἶσαι σιχαμός; (’ιˬάdα=διατί) Ἀπύρανθ. Ἀποδιˬα-ελωμένη κάθεται αὐτόθ. Πορπατεῖ ’ποδκιˬασ-σελωμένος (μὲ μεγάλους βηματισμοὺς) Γερμασ. || Φρ. Ἡ δεῖνα ἐποδκιˬασ-σέλωσέν του (τοῦ παρεδόθη) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA