γλυφὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυφὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυφὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ βλυχὸς Ἀγαθον. Ἀμοργ. Ἀνάφ. Εὔβ. (Στρόπον. Τσέργ.) Θήρ. Ἰθάκ. Ἴος Κάλυμν. Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κάσ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κουφονήσ. Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Λυκαον. (Σίλ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Γέρμ. Καλάβρυτ. Κίτ. Μάν. Μεσσην. Νεάπ.) Ρόδ. Σίφν. Στερελλ. (Ἀστακ. Μαλεσ.) Χάλκ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. γλυφὸ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γλυφοὺ Τσακων. (Χαβουτσ.) γλουφὸς Κύπρ. βλυχὺς Κίμωλ. Κρήτ. Οὐδ. βλυχὺ Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Σητ.) βλυχιὸ Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀμάρτ. Ἑλληνιστ. βλυχός, πιστούμενον ἐκ τοῦ συνωνύμου βλυχῶδες. Βλ. Φίλ. Ἰουδ. 568 Α: «τὸ μὲ γὰρ αὐτοῦ (τοῦ ὕδατος) γλυκύ, τὸ δὲ ἁλμυρόν, τὸ δὲ βλυχῶδές ἐστι». Πβ. Β. Φάβη, Ἀθηνᾶ 45 (1933) 370. Ὁ τύπ. βλυχὺς κατὰ τὸ γλυκύς, κατὰ τὸ ὁπ. καὶ πρικὺς ἐκ τοῦ πικρὸς κττ. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὀλίγον τι ἁρμυρός, ὑφάλμυρος, συνήθως ἐπὶ ὕδατος σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Νερὸ γλυφὸ σύνηθ. Μύγδαλα γλυφά Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πῶς τὸ πίνετε αὐτὸ τὸ νερὸ πού ’ναι ἔτσι γλυφό; Ἰων. (Σμύρν.) Τὸ πηγάδι τοῦ Δημητροῦ ἔχει πολὺ νερό, μὰ εἶναι τόσο γλυφό, ποὺ δὲν πίνεται Μῆλ. Τὸ νερὸν τοῦ λάκκου μου ἔνι πολλὰ γλυφὸν καὶ ’ὲν πίν-νεται (λάκκου=πηγαδιοῦ) Κύπρ. Ἔι γλυφὸ τὸ ὕο, ὄ ᾿ι κινούμενε (εἶναι ὑφάλμυρο τὸ νερό, δὲν πίνεται) Μέλαν. Ἅμα ἔι γλυφὸ τὸ ὕο, ὂ ᾽ ι κιˬάντα τὸ σαπούνι (ὅταν εἶναι γλυφὸ τὸ νερό, δὲν πιάνει τὸ σαπούνι) αὐτόθ. Ἔχει καὶ βλυχὰ νερὰ καὶ ποτίζουνε τὰ χοντρὰ ζωντανά, τὶς γελάδες Ἀγαθον. Τὸ νερὸ βγῆκε βλυχό, ἀπὸ τὴν ἴδιˬα βένα τοῦ πηγαδιˬοῦ μας (βένα=φλέβα νεροῦ) Ἰθάκ. Τὸ νερὸ ἔναι βλυχό, δὲ bίνεται Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Βλυχὺ νερὸ βγάνει ἐτουτηνιˬὰ ἡ βρύση Κρήτ. (Σητ.) Αὐτὸ τοὺ ιρὸ εἶνι γλυφό, ἔ’ πουλλὰ ἅλατα Ἁλόνν. || ᾌσμ.: Νὰ πίνῃς ὕστερα βλυχά, νὰ πρήσκεται ἡ κοιλιˬά σου Κάσ. Βλυχὸν νερὸ μὲ πότισες ᾽ ἤκαψες τὴ gαρδιˬάμ μου καὶ ξαφνικὰ σὲ χάσανε ὰμ-μάθκιˬα τὰ δικά μου Κῶς (Πυλ.) Συνών. γλυφερός. β) Ὁ ἁλμυρὸς Λυκαον. (Σίλ.) 2) Ὁ ἀηδής, δυσάρεστος τὴν γεῦσιν, ὁ ἄνοστος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Λέσβ. κ.ἀ. - Λεξ. Βυζ. Δημητρ.: Κεφτέδες γλυφοὶ Λεξ. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τότε. Γλυφὸς Πάρ. Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) Χίος. Γλυφὸν Κύπρ. Χίος, Γλυφὸ Ὀθων. Πάρ. Ρόδ. Χίος (Καρδάμ. Χαλκ.) Ἁλόνν. Ἀμοργ. Ἀντίπαρ. Εὔβ. (Λιχὰς) Θεσσ. (Μηλ.) Κέρκ. (Σιν.) Παρ. (Λεύκ.) Βλυχὸς Ἄνδρ. Θεσσ. Κάλυμν. Σίφν. Ὕδρ. Βλυχὸ Ἀττικ. Δονοῦσ. Θεσσ. Κύθηρ. Κῶς (Ἀντιμάχ.) Μέγαρ. Ρόδ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) Βλυχὰ τά, Ἁλόνν. Ἀμοργ. Ρόδ. Σκῦρ. Στερελλ. (Ἀκαρν. Σπάρτ.) Βλυχὰ ἡ, Κάσ. Κάρπ. Γλύφος Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/