γλυκοφεγγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοφεγγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοφεγγιˬάζω ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυκοφέγγω κατ᾽ ἐπίδρ. τοῦ βραδυˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἀπροσ., ἐπὶ τοῦ χρόνου κατὰ τὸν ὁπ. ἀρχίζει ν᾿ ἀνατέλλῃ ἡ ἡμέρα, λόγῳ τοῦ ἁπαλοῦ ἢ γλυκοῦ χρώματος Λεξ. Δημητρ. Συνών. γλυκοφέγγει, γλυκοχαράζει. 2) Τρώγω τὰ πρωτόλεια καρπῶν Ἤπ.: Γλυκοφέγγιˬασες κεράσιˬα; Συνών. καλωσκαιρίζω, νιˬατίζω, ξεφεγγιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/