γλυκοφεγγοβολοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοφεγγοβολοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκοφεγγοβολοῦσα ἐπίθ. θηλ. Δ. Σάρρ., Εὐριπ., Ἰππόλ., 12.

Ετυμολογία

Μετ. τοῦ ἀμαρτ. γλυκοφεγγοβολῶ, μεταπεσοῦσα εἰς χρῆσιν ἐπιθετ. Πβ. Ἄνθ. Παπαδόπ. εἰς Ἀθηνᾶν 37 (1925), 18 κ.ἑ.

Σημασιολογία

Ἡ φέγγουσα, ἡ φωτίζουσα κατὰ τρόπον ἁπαλόν, εὐχάριστον: Ποίημ. Ἥρπαξεν | ἕναν καιρὸ ἡ γλυκοφεγγοβολοῦσα Αὐγὴ μέσ’ ’ς τοὺς θεοὺς τὸν Κέφαλον ἀπὸ ἔρωτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/