γλυκοφεγγουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοφεγγουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοφεγγουρίζω ἀμάρτ. γλυκοφαγγρίζω Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 77 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. φεγγουρίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ φαγγρίζω.
Σημασιολογία
Διαφαίνομαι ἀμυδρῶς, ἁπαλῶς, μόλις ἔνθ᾽ ἀν.: Κ’ οἱ καρποὶ ποὺ γλυκοφαγγρίζουνε ’ς ἀπόσκιˬα γλαυκά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA