γλυκοφέγγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοφέγγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοφέγγω πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. φέγγω.
Σημασιολογία
᾽Εκπέμπω φῶς ἀμυδρόν, ἁπαλόν, φέγγω γλυκὰ πολλαχ.: Ἡ ἀνατολὴ γλυκόφεγγε πάνου ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ βουνὰ ποὺ ἔκρυβαν τὰ οὐρανοθέμελα Κ. Θεοτόκ., Καραβέλ., 47 ’Σ τὴν ψυχή του θὰ γλυκοφέγγῃ καὶ τὸ ἄγριο τὸ φάντασμά μου. Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 458 || ᾊσμ. Γλυκοχαράζει ἡ αὐγὴ καὶ γλυκοφέγγ’ ἡ μέρα Ἤπ. (Πρέβ.) Γλυκοχαράζει ἡ ἀνατολὴ καὶ γλυκοφέγγει ἡ δύση Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) κ.ἀ. Γλυκοχαράζουν τὰ βουνὰ καὶ γλυκοφέγγ’ ἡ μέρα Ἤπ. (Ριζοβ.) || Ποίημ. Γλυκοφέγγει ἀπ’ τὴ θυρίδαὶ|τσ’ Ἅγιας Τράπεζας τὸ φῶς Δ. Σολωμ., 65. Ὥρα γλυκε͜ιὰ τῆς χαραυγῆς ὅπου ξυπνάει ἡ πλάση, ποὺ γλυκοφέγγουν οἱ κορφὲς, μαυρολογοῦν οἱ λόγγοι Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 1,216. Γλυκοφέγγει ἡ αὐγὴ ’ς τὸ κρεββάτι, ποὺ σὰν μῦρο ἡ πνοή της σκορπειέται Μ. Μαλακασ., Συντρ. Ὄνειρ., 16. Συνών. γλυκοχαράζει. Καὶ ἀπροσ., ἀρχίζει γλυκά, ἁπαλὰ ν’ ἀνατέλλῃ ἡ ἡμέρα, νὰ ξημερώνῃ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) κ.ἀ -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾎσμ. Ἄσ’ τα, γιˬατὶ ἐγλυκόφεξε καὶ λάλησε τ’ ἀηˬδόνι, γιˬατὶ μᾶς κογιονάρουνε οἱ ἄτιμοι γειτόνοι Ἀργυρᾶδ. || Ποιήμ. Γλυκοφέγγει, καὶ τ’ ἄστρο τ᾿ς αὐγούλας σημαδεύει πὼς ὁ ἥλιˬος προβαίνει Ι. Ζαμπέλ. εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 95. Τότες ἀποτραβε͜ιόντανε σὺν πέντε καὶ σὺν δέκα νὰ ξαπλωθοῦν, νὰ κοιμηθοῦν ὥς που νὰ γλυκοφέξῃ Χ. Χρηστοβασ., Ν. Ἑστ. 11 (1932), 676. 2) Μεταφ., ἑμφανίζομαι, ὑπάρχω εἰς τὸ στερέωμα Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 120: Ποίημ. Καὶ δοξασμέν’ ἡ μνήμη σας νὰ γλυκοφέγγῃ αἰώνια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA