γλυκοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοφέρνω σύνηθ. γλυκοφέρνου Σκῦρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. φέρνω.
Σημασιολογία
1) Κυριολ., εἰς τὴν μετοχ. γλυκοφερμένος, αὐτὸς ποὺ φέρεται, μεταφέρεται ἢ ἔρχεται κατὰ τρόπον ποὺ προκαλεῖ εὐχαρίστησιν Κ. Παλαμ., Δωδεκαλ. Γύφτ.2, 88-Ν. Ἑστ. 21 (1936), 132: Ποιήμ. Καὶ πῶς χαρήκαμε τὴ ζέστη | γλυκοφερμένη ἀπὸ τὸ τζάκι Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν. Ἔρχονται μὲ τ’ ἀπόβραδο-δειλὲς σκιὲς ἐκστατικὲς μὲ τῶν ὀνείρων τὴν πνοὴ γλυκοφερμένες Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν. 2) Μέσ., συμπεριφέρομαι κατὰ τρόπον λεπτὸν ἣ εὐχάριστον Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 398: Ἴσως γιˬὰ τοῦτο τ᾿ ἀνίψιˬα της προσπαθοῦσανε μὲ κάθε τρόπο νὰ τῆς γλυκοφερθοῦνε. 3) Γλυκίζω, εἶμαι γλυκύς πως τὴν γεῦσιν σύνηθ.: Αὐτὸ τὸ φαῒ-τὸ κρασὶ γλυκοφέρνει σύνηθ. Τό ’λεγε πιˬότερο ἀπὸ φόβο γιὰ τὰ σῦκα καὶ τὰ σταφύλιˬα της, ποὺ ἀρχίσανε νὰ γλυκοφερνουν Συνών. γλυκίζω, ἀντίθ. ξινίζω, ξινοφέρνω, πικρίζω, πικροφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA