γλυτήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυτήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυτήρι τό, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Καλαμ. Καρατ. Κασταν. Πλάγ.) Κεφαλλ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ.-Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2.97 -Λεξ. Βάιγ. Περ. Αἰν. Βύζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 314 Δημητρ. γλυτήρ’ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αὐδήμ. Λιμνίσκ. Μαῒστ. Μέτρ Πλάταν. Περίστ. Ροδόπ. Σαρεκκλ. Σκεπαστ.) κ.ἀ. γλυστήρι Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ούσ. ἐκλυτήριον<ἐκλύω κατὰ Κορ., Ἄτ. 2.92, ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ γλύω. Ὁ τύπ. γλυτήρι καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ὄργανον ταλασιουργικὸν εἰς τὸ ὁποῖον περιτυλίσσεται τὸ νῆμα τῆς ἀτράκτου. Ἀποτελεῖται ἐκ ράβδου μήκους ἑνὸς περίπου μέτρου, διχαλωτῆς κατὰ τὸ ἐν ἄκρον καὶ φερούσης ἐμπεπηγμένον καθέτως τεμάχιον ξύλου ἢ ἧλον εἰς τὸ ἕτερον. Διὰ τῆς διχάλας καὶ τοῦ καθέτου ξύλου διέρχεται τὸ τυλισσόμενον νῆμα ἔνθ’ ἀν.: Τὰ ντυλίζ’ ᾿ς τὸ μεγάλο γλυτήρι τοῦ λιναριˬοῦ Θρᾴκ. (Κασταν.) Τὸ μαλλὶ μὲ τὸ γλυτήρι τὸ ἔβρεχαν καλὰ καὶ τὸ ἄφιναν νὰ στεγνώσῃ καὶ ὕστερα τὸ ἔβγαζαν αὐτόθ. Τὸ λινάρι μετὰ τὸ γνέσιμο τὸ τραυούσανε ’ς τὸ γλυτήρι γιˬὰ νὰ τὸ κάμουν πῆχες Θρᾴκ. (Πλάγ.) Ἄ σὲ δώκω μιˬὰ ’πὲ τὸ γλυτήρ’, ᾿ὰ δγῇς ἐσὺ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Παίρνει ἕνα γλυτήρ’ καὶ ἀρκί’σε νὰ τὴ δέρνῃ αὐτόθ. Τὸ κροκίδ’ τὸ γλυˬοῦνε ’ς τὸ γλυτήρ’, τὸ χωρίζ’νε σὲ δυˬὸ πάσματα ἀπὸ σαράdα ὀχτὼ ζευγάριˬα κλωστὲς καὶ τὰ λένε μιὰ θελε͜ιὰ (πάσματα=δεσμίδες στήμονος) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Γλυˬοῦμ’ ’πὲ τὸ γλυτήρ’ Θρᾴκ. (Σκεπαστ.) || Φρ. Πουδάριˬα σὰ γλυτήριˬα (=κακόμορφα) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) || ᾎσμ. Πουδάριˬα σὰ γλυτήριˬα κὶ χέριˬα σὰ δαυλιˬὰ, κάθιτι κὶ γιλάει κορίτσ’ γκιουζὲλ ντουνιˬὰ (γκιˬουζὲλ ντουνιˬὰ=ὄμορφον κόσμον) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Συνών. ἀγκαλιστήρι 1, ἀγκάλιστρος 2, ἀγκούφι, τυλιγάδι, τυλιχτάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA