γλυκοφιλητὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοφιλητὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκοφιλητὸ τό, Κρητικ. Ἑστ., τεῦχ. 18 (1950), 18.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ρ. γλυκοφιλῶ

Σημασιολογία

Γλυκύς, περιπαθὴς ἀσπασμός: Κ’ ἡ ψυχούλα τους ἡ ἁγνὴ τρέφεται πάλι ἀπ᾿ τὸ νανούρισμα κι ἀπὸ τὸ γλυκοφιλητὸ τῆς μαννούλας τους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/