γλυτρωμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτρωμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυτρωμὸς ὁ, Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Κεφαλλ.-Ι. Βηλαρ. 138.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυτρώνω.

Σημασιολογία

Λύτρωσις, σωτηρία ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἔχει γλυτρωμὸ Θεσπρωτ. || Ποίημ. Νὰ βρῇ ὀχ’ τὸ Χάρο γλυτρωμὸ καὶ νὰ μὴν ἀπεθάνῃ Ι. Βηλαρ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυτωμὸς 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/