γλυτρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυτρώνω Ζάκ. Ἤπ. (Θεσπρωτ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) -Λεξ. Δημητρ. Α. Λασκαράτ., Ἤθη, 241 καὶ Ποιήμ., 68 Μ. Φιλήντ., Θρῦλ., 47 καὶ Γλωσσογν. 2, 188 Χ. Χριστοβασ., Χρόν. σκλαβ., 150 Π. Πανᾶ, Λυρικ., 12 γλυτρώνου Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἐκλυτρῶ.

Σημασιολογία

Σώζω, διασώζω, καὶ ἀμετ. σώζομαι, διαφεύγω τὸν κίνδυνον ἔνθ’ ἀν.: Καὶ τοῦτος ’ς ἕνα ξύλο ἀπάνω γλύτρωσε (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Αὐτοὶ ἦρθαν καὶ κιτρίνισαν καὶ ἀπόμειναν καὶ δὲν ἤξεραν τί νὰ κάνουν καὶ πῶς νὰ γλυτρώσουν (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ἀπὸ καλὰ ποδάριˬα γλυτρώσαμε Α. Λασκαράτ., Ἤθη, ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Φτηνὰ τὴ γλύτρωσε (ἐνν. τὴν ζωὴν) Ζάκ. Μόνο ὁ ντουᾶς ὁ δικός σου μᾶς γλυτρώνει (ντουᾶς=προσευχὴ) Χ. Χριστοβασ., Χρόν., σκλαβ., ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἄνοιξε, γῆς, μέσα νὰ μπῶ, μέσα ’ς τὸ μαῦρο χῶμα, γιˬὰ νὰ γλυτρώσῃ ἀπ’ τοὺς καῃμοὺς τὸ δόλιˬο μου τὸ σῶμα Ἤπ. ᾽Ξήντα καράβιˬα πνίγηκαν καὶ δεκοχτὼ φριγάδες καὶ μιˬὰ φριγάδα γλύτρωσε κ’ ἔφερε τὰ μαντᾶτα αύτόθ. Κ’ εὐθὺς ἔσκασ’ ὁ δαίμονας καὶ γλύτρωσ’ ὁ δεσπότης Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Ἐσὺ μονάχη βρέθηκες ’ς τὴν τρίσχαρη ἀγκαλιˬά σου ἄξιˬα τὸ Θεὸ γιˬὰ νὰ κρατᾷς ποὺ ’ρθε νὰ μᾶς γλυτρώσῃ Μ. Φιληντ., Θρῦλ., ἔνθ’ ἀν. Στρίφτει ἔπειτα ’ς ἐκείνους καὶ τοὺς βάνει νὰ φιλιˬωθοῦνε, (κ’ ἔτσι νὰ γλυτρώσῃ) Α. Λασκαράτ., Ποιημ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γλυτώνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/