γλυτσῖνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτσῖνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυτσῖνα ἡ,Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυτσίνη Λεξ. Δημητρ. γλυτσίνια Π. Γεννάδ., Λεξικ. Φυτολογ. 744 Α. Χατζηνικολάου, Τὰ καλλωπιστικὰ δένδρα καὶ οἱ καλλωπιστικοὶ θάμνοι μας, 17 -Λεξ. Βλαστ. 464 γλυκίνιˬα Α. Τραυλαντ., Διηγ., 1.156 γλυσῖνα Ἀθῆν. κ.ἀ.-Μ. Τσιριμῶκ., Ὡρες δειλιν., 45 γλυκίνη Λεξ. Δημητρ. γλυτσίνι τό, Λεξ. Δημητρ. γλυκίνι Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. glycine.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Οὐισταρία ἡ σινικὴ (Wistaria sinensis) τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae), ὡς καὶ τὸ ἄνθος τοῦ φυτοῦ τούτου Ἀθῆν.-Π. Γεννάδ., ἔνθ’ ἀν. Α. Χατζηνικολάου, ἔνθ’ ἀν. Α. Τραυλαντ., ἔνθ’ ἀν Μ. Τσιριμῶκ., ἔνθ’ ἀν.- Λεξ. Βλαστ. 464 Πρω Δημητρ.: Σπιτάκιˬα ἄσπρα χαριτωμένα, κρυμμένα μέσα ’ς τὸ παρθενικὸ φύλλωμα τῆς λεύκας καὶ τῆς φτελιˬᾶς, σκεπασμένα ἀπὸ γλυκίνιˬες Α. Τραυλαντ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Κ’ εἴμαστε μόν’ οἱ δυˬὸ ’ς τὸ περιβόλι, ποὺ ὁλάνθιστη ἡ λιγόζωη ἡ γλυσῖνα τὶς ὀμορφιˬές της δείχνει ’ς τὸν Ἀπρίλη Μ. Τσιριμῶκ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀκακία βένετη, πασχαλιˬά. 2) Τὸ φυτὸν Κληματὶς ἡ φλόγιος (Clematis flammula) της οἰκογ. τῶν Βατραχιιδῶν (Ranunculaceae) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀγράμπελη, ἀγραμπελίδα, ἀγραμπελῖνα, ἀγραμπελούδα, ἀγριάμπελη, ἀγριαμπελίδα, ἀγριαμπελούδα, ἀγριοχελιδρονιˬά, ἀλογάκι, ἀμπελίδα, ἀμπελίνα, γλυκύγι, καλαμπελοῦδες, κλημαξίδα, κληματσίδα, κληματσῖνα, κούρμπενο, κουρπενιˬά, μάης, μελτσῖνα, χαρουνιˬά, χελιδονιˬά, χελιδρονιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/