γλυτωμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυτωμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυτωμὸς ὁ κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κοτύωρ. Οἰν.) ἐγλυτωμὸς Πόντ. (Τράπ.) γλυτουμὸς βόρ. ἰδιώμ γλυτουμὸ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γλυτώνω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἀπαλλαγή, λύτρωσις, σωτηρία κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κοτύωρ. Οἰν.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Δὲν ὑπάρχει γλυτωμὸς κοιν. Ἄν κάμῃς ἔτσι, γλυτωμὸ δὲν ἔχεις, κακομοίρα! Ζάκ. Νὰ μὴν πααίνῃς μακριˬὰ ’ς τὴ θάλασσα, γιˬατὶ ἔχει ρουφῆχτρες, μὴ σὲ καταπιˬῇ καμμιˬά, γιˬατὶ δὲν ἔχεις γλυτωμὸ Ἰων. (Σμύρν.) Ἅμα σὲ πιˬάσῃ ’ς τὰ χέριˬα του, κακόμοιρο, δὲ θά ’χῃς γλυτωμὸ Πελοπν. (Φιγάλ.) Μιˬὰ καὶ σ’ ἔbλεξε αὐτὴ ’ς τὰ μιτόχτενά τζης, δὲν ἔχεις γλυτωμὸ Κρητ. (Νεάπ.) ’Πὸ τὲς ἁμαρτίες πού ’καμες, γλυτωμόδ δὲν ἕεις Κῶς (Καρδάμ.) Νὰ μὴν ὅλο bασπατεύγῃς τὰ νερά, νὰ βρεθῇ κανένας dρίτης νὰ σὲ δακάσῃ, ’ιˬατὶ δὲν ἔχεις γλυτωμὸ (dρίτης=ὁ ὄφις δενδρογαλῆ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἶδεν πλιˬὰ ὁ κόρακας πὼς δὲν ἔχει γλυτωμὸ dοῦ γλυτωμοῦ (ἐκ παραμ.) αὐτόθ. Δὲν εἶνι γιˬὰ γλυτουμὸ αὐτή, μέρα μὶ τὴν μέρα σιγουπιθαί’ Ἤπ. (Κουκούλ.) Πῆγε κὶ παντρεύ’κι αὐτείνουν τοὺ ρουχαλιˬάρ’ π’ τοὺν ἔπιˬασαν ἀπ’ τὰ τώρα τὰ γιράματα κὶ γλυτουμὸ δὲν ἔ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοὺν κό’σι λώβα κὶ γλυτουμὸ δὲν ἔ’, ἂν δὲν πάῃ σὶ γιατροὺς κὶ σὶ ’σουκουμεῖα Στερελλ. (Περίστ.) Ἄ ντὶ κιˬάσου ‘τοὺ χέρε μι, ὄ ’σ’ ἔχα γλυτουμὸ (ἂν σὲ πιάσω εἰς τὰ χέρια μου, δὲν ἔχεις σωτηρίαν) Τσακων. ΙΙ Φρ. Πιθαμός, γλυτουμὸς (ὅτι μόνη σωτηρία διὰ τοὺς πτωχοὺς ἀπομένει ὁ θάνατος) Μακεδ. (Δρυμ. Καταφύγ.) || ᾎσμ. ’Σ τὸν οὐρανὸ κιˬ ἂν ἀνεβῇς καὶ κάτσῃς μὲ τ’ ἀστέριˬα, κ᾿ ἐκεῖ δὲν ἔχεις γλυτωμὸ ἀπ’ τὰ δικά μου χέριˬα Ἤπ. Πουλλὴ φουρτούνα πλάκουσιν κὶ γλυτουμὸς δὲν εἶι Μακεδ. (Σιάτ.) ’Èν ἔχω πιˬό μου γλυτωμὸ μηδὲ Θεοῦ βοήθε͜ια Τῆλ. || Ποίημ. Κ’ εἶναι τὸ σπάραμα κιˬ ὁ ἀγῶνας | γιˬὰ γλυτωμὸ ποὺ δὲ θὰ ’ρθῇ Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ2, 90. Συνών. γλύτιˬα, γλύτρωμα 1, γλυτρωμός, γλύτωμα 1, γλυτωμονὴ 1, γλυτώρα 1 2) Ἀποπεράτωσις, συντέλεσις, τελείωσις ἔργου σύνηθ. καὶ Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Δουλεύομε καὶ δουλεύομε καὶ γλυτωμὸ δὲν ἔχομε σύνηθ. Οὔ ’’ ἔχουντε γλυτουμὸ οἱ δουλεῖε (δὲν ἔχουν τέλος οἱ δουλειὲς) Τσακων. Ἡ δουλε͜ιά μου γλυτωμὸν ’κ’ ἔει Πόντ. Συνών. γλύτωμα 2, γλυτωμονὴ 2, τέλειωμα, τελε͜ιωμός, τέλος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/