ἀφαγανιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαγανιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφαγανιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. ἀναφαγανιˬὰ Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀφάγανος.
Σημασιολογία
1) Ὀλιγοφαγια ἔνθ’ ἀν.: Ἔγινε ἔτσα ἀπὸ τὴν ἀναφαγανιˬὰ Λακων. Συνών. ἀφαγάπιˬα 2. 2) Παντελὴς ἀποχὴ ἀπὸ τῆς τροφῆς, ἀσιτία Πελοπν. (Μεσσ.): ᾿Εψόφησε νιˬὰ προβατῖνα ἀπὸ ἀφαγανιˬά. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφαγιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA