ἀποσώστης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσώστης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποσώστης ὁ, Θηλ. ἀποσώστρα ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλη 59.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποσώνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀποτελειώνων τι: «Οἱ ἀποσῶστρες ἐξεῖχον εἰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ν’ ἀποσώνουν διὰ συντόνου ραπτικῆς καὶ ποικιλτικῆς τὰ προικιὰ τῆς νύμφης, ὅταν ὁ ἀναβληθεὶς γάμος ἀπεφασίζετο νὰ γίνῃ τὴν ἐρχομένην Κυριακήν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/