ἀπύρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπύρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπύρωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπύρουτους βόρ. ἰδιώμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπύρωτος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ πυρωθείς, ὁ μὴ πυρακτωθεὶς σύνηθ.: Ἀπύρωτος φοῦρνος σύνηθ. Συνών. ἄξαφτος, ἄπυρος 1, ἀντίθ. ξαμμένος (ἰδ. ξάφτω), πυρωμένος (ἰδ. πυρώνω). 2)Ὁ μὴ φρυγανισθείς, ἐπὶ ἄρτου Ἤπ.: Τὸ ψωμὶ εἶν’ ἀπύρωτο. 3)Ὁ μὴ πλησιάσας ἢ τεθεὶς παρὰ τὸ πῦρ ὅπως θερμανθῇ ἢ στεγνώσῃ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Πελοπν. (Λάστ. Μάν.): Ἀπύρωτα τὰ ’χ’ ἀκόμα τὰ παννιˬὰ τοῦ παιδιˬοῦ Ἀπύρανθ. Ἔλα πυρώσου λιγάκι, μὴ gάθεσαι ἀπύρωτος Μάν. 4)Οὐδ. οὐσ.. μέλι. ἐξαχθὲν ἄνευ θερμάνσεως Μακεδ. (Ζουπάν.) Πβ. ἀθέρμιστος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA