ἀποταβανώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταβανώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποταβανώνω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ταβανώνω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αφαιρῶ τὸ ταβάνι, τὴν ὀροφὴν οἰκίας Πόντ. (Τραπ): Ἐρχίνεσεν ν᾿ ἀποταβανών’ τὴν ὀτάν. 2) Τελειώνω τὴν κατασκευὴν τῆς ὀροφῆς οἰκίας πολλαχ.: Δὲν τ’ ἀποταβάνωσα ἀκόμα τὸ σπίτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA