ἀπύτιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπύτιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπύτιˬαστος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) ἀπύτιˬαστους Μακεδ. ἀπύτιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πυτιˬαστὸς<πυτιˬάζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἄνευ πυτίας κατεσκευασμένος Μακεδ. 2)Ἀχόρταστος, ἀκόρεστος, ἐπὶ ἀνθρώπου (ἐπειδὴ κατὰ τὰς δοξασίας τοῦ λαοῦ ὁ τοιοῦτος δὲν φέρει ἐν ἑαυτῷ πυτίαν καὶ διὰ τοῦτο δὲν δύναται νὰ κορεσθῇ καὶ παχυνθῇ) Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.): Μουρὲ ἀπύτιˬαγους εἶν’ τοῦτους, δὲ χουρταί’ Ἀράχ. Συνών. ξενηστικωμένος. β)Ἀδύνατος, ἰσχνὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.): Ἀπύτιˬαγου ντὶπ εἶν’ αὐτὸ τοὺ πιδὶ Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA