ἀποτάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποτάδα ἡ, Κύπρ. ἀνεποτάδα ΠΛιασίδ. Τὰ φκιόρ. τῆς καρκ. 72

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄποτος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-άδα. Διὰ τὸν τύπ. ἀνεποτάδα πβ. ἀ- στερητ. 1δ.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ μὴ πίνῃ τις ὕδωρ, δίψα: ᾿Εξέρανεν ὁ τῆπος μου ’ποὺ τὴν ἀποτάδα Κύπρ. || Ποίημ. Σὰν μαρανίσκει τὸ δεντρὸν ’ποὺ τὴν ἀνεποτάδαν . . . νὰ ᾿ποκλονᾷς ταὶ τοῦ νεροῦ νά ’σῃς τὴν τιτρινάδαν ΠΛιασίδ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/