ἁπώρυγα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπώρυγα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπώρυγα ἡ, ἀμάρτ. ἀπώρ’gα Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) ’πώρ’gα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀπῶρυξ.
Σημασιολογία
Ἡ καταβολάς. Συνών. καταβολάδα, κατωρύγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA