ἀφαίρεσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαίρεσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφαίρεσι ἡ, λόγ. κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀφαίρεσις.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀριθμητικὴ πρᾶξις ἀφαίρεσις κοιν.: Κάνω ἀφαίρεσι. 2) Τυπογραφικῶς τὸ σημεῖον δι’οὗ δηλοῦται ἀφαίρεσις στοιχείου, λέξεως κτλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA