ἀπροφάσιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροφάσιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπροφάσιστα ἐπίρρ. λόγ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπροφάσιστος. Ἡ λ. παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Χωρὶς πρόφασιν: Νὰ τὸ κάμῃς ἀπροφάσιστα. Νὰ πάς ἐκεῖ ποῦ σοῦ λέω ἀπροφάσιστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA