ἀπροφταστιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπροφταστιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπροφταστιˬὰ ἡ, Ἤπ. ἀπροφτασιˬὰ Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπρόφταστος. Διὰ τὸν τύπ. ἀπροφτασιˬὰ ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.

Σημασιολογία

1)Τὸ νὰ μὴ προφθάσῃ τις κἄπου Ἤπ.: Φρ. Ἀπροφτασιˬά! (ποῦ νὰ μὴ προφθάσῃ! Ἀρά. Συνών. φρ. ποῦ νὰ μὴ σώσῃ! ποῦ νὰ μὴ φτάσῃ!) 2)Ἡ περὶ τὴν καθ’ ἡμέραν ἐργασίαν ἐξ ὀκνηρίας καθυστέρησις ἔργου τινὸς Λεξ. Δημητρ.: Ἀπὸ τὴν ἀπροφτασιˬὰ της εἶναι πάντ’ ἀσυγύριστο τὸ σπίτι της.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/