ἀπροφύλαχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροφύλαχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροφύλαχτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀπρουφύλαχτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀπροφύλακτος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ προφυλαττόμενος, ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέσα λόγ. σύνηθ.: Ἦταν ἀπροφύλαχτος καὶ τὸν βρῆκε ἡ σφαῖρα. Κάθισα ἔξω ἀπροφύλαχτος καὶ κρύωσα. 2)Ὁ μὴ φυλαττόμενος, ὁ μὴ ἔχων πρὸς προφύλαξιν φράκτην, περίβολον, ἐπὶ ἀκινήτων, κήπων, ἀμπελώνων κττ. : Ἀπροφύλαχτο ἀμπέλι-σπίτι-περβόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA