ἀφακραστερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφακραστερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφακραστερὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀφουρκαστερὸς Κρήτ. (Σέλιν.) ἀφρουκαστερὸς Κρήτ. (Σέλιν.) ἀρφουgαστερὸς Κρήτ. (Σέλιν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀφακράζομαι.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος ὅστις ὑπακούει εἰς τοὺς ἄλλους, εὐήκοος, εὐπειθής: Ἀφρουκαστερὴ κωπελλιά. Ἀρφουgαστερὸ κωπέλλι. Συνών. ἀφακραστικός, καλαφάκραστος, ὑπάκουος, ’φηκραζούμινους (ἰδ. ἀφακράζομαι 2), ἀντίθ. ἀκρούμαστος, ἀναφάκραστος 3, ἀνυπάκουος, κακαφάκραστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/