ἅπτου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅπτου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἅπτου προστ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Προστ. τοῦ ἀρχ. ρ. ἅπτομαι.
Σημασιολογία
1)Ἔγγιζε, ψαῦε λόγ. σύνηθ.: Φρ. Εἶναι μὴ μοῦ ἅπτου αὐτὸς (εἶναι λίαν εὔθικτος). Συνών. μυιγιˬάγγιχτος. 2)Ὑπὸ τὸν τύπον μὴ μοῦ ἅπτου τὸ φυτὸν μιμηλὴ ἡ αἰδήμων (mimosa pudica) τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA