ἀπύλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπύλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπύλωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) ἀπύλουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπύλωτος.

Σημασιολογία

1)Ὁ στερούμενος φραγμοῦ, ἐπὶ τοῦ στόματος ἀνθρώπων ἀθυροστόμων ἢ κακολόγων πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Τὴ μπλεκάρωσα τσαὶ τ’ μαλλιˬόξανα γιˬὰ νὰ τ’ν κάμου ’γὼ νὰ κλείσ’ τ’ ἀπύλωτο στόμα τ’ς (μπλεκάρωσα=ἅρπαξα) Σκῦρ. || Φρ. Αὐτὴ ἔχει ἢ εἶν’ ἀπύλωτο στόμα! (εἶναι φλύαρος ἢ κακολόγος). Στόμα ἀπύλωτο (συνών. τῇ προηγουμένῃ. Συνών. φρ. στόμα ἀβούλλωτο, δι’ ἣν ἰδ. ἀβούλλωτος 2) πολλαχ. || ᾎσμ. Φράξε, Λαούαινας ὑγιˬέ, τ’ ἀπύλωτό σου στόμα νὰ μὴ σὲ κάμω καὶ ’νεβῇς ἀπάνω εἰς τὸ δῶμα Κῶς. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ Ἐγκώμιον Ἀγαθονίκου ἐν Anal. Boll. 5,401 «τὰ τῶν βλασφήμων ἀπύλωτα στόματα». 2)Εὐφραδής, εὔγλωττος, ἐπὶ στόματος Πελοπν. (Αἴγ.) Ρόδ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/