ἀπύρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπύρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπύρετος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπύρετος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων πυρετὸν, ἐπὶ ἀσθενοῦς λόγ. κοιν.: Εἶναι ἀπύρετος ὁ ἄρρωστός μας. Πέρασε ὅλη τὴ νύχτα ἀπύρετος. Συνών. ἀθέρμαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/