ἀφαλίσκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλίσκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφαλίσκι τό, ἀμάρτ. ἀφ’λίσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφάλι ἢ ἀφαλὸς καὶ τῆς καταλ. –ίσκι, περὶ ἧς ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 191 κἑξ.
Σημασιολογία
Τὸ ἔμβολον διὰ τοῦ ὁποίου φράσσουν τὴν ὀπὴν τοῦ βαρελλίου
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA