ἀποτετο͜ιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτετο͜ιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτετο͜ιώνω Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τετο͜ιώνω.
Σημασιολογία
1)Κάμνω τι, τῆς πράξεως νοουμένης ἐν ἐννοίᾳ γενικωτάτῃ, ὁσάκις ὁ λέγων λησμονεῖ τὸ οἰκεῖον ρῆμα ἢ ἀποφεύγει νὰ τὸ λέγῃ ὡς κακέμφατον ἔνθ’ ἀν. 2)Συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι Πελοπν. (Μάν.): Τὴν ἀποτέτο͜ιωσε. Εἶναι ἀποτετο͜ιωμένη (συνήθως ἐπὶ διακορευθείσης νέας). Συνών. ἀπαυτώνω, ἀποκεινώνω, αὐτώνω, τετο͜ιώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA