ἀποτζατζαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτζατζαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτζατζαλίζω Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τζατζαλίζω.
Σημασιολογία
Ἀπογυμνώνω τινὰ ἀπὸ τὰ ἐνδύματά του ἢ ἀπογυμνώνω τι ἀπὸ τὸ φυσικὸν περικάλυμμα, οἷον λεπτοκάρυα, καρύδια κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀποτζατζάλισο ταὶ λοῦσο τὸ μωρὸ Ὄφ. ᾿Επετζατζαλίγα κ’ ἐσῆβα ’ς σὴ θάλασσαν νὰ λούσκουμαι (ἀπεγυμνώθην καὶ ἐμπῆκα εἰς τὴν θάλασσαν διὰ νὰ λουσθῶ) Τραπ. Συνών. ἀποτζατζαλώνω, τζατζαλίζω, τζατζαλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA