ἀποτζερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτζερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτζερίζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τζερίζω.

Σημασιολογία

Διασχίζω, διαρρηγνύω, διασπῶ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Κούιξον κούιξον ἐπετζερίγεν (φώναξε φώναξε ἔσκασε) Κερασ. || Παροιμ. Τὸ παπὶν ἐθέλεσεν νὰ ᾠβγάζῃ τῆ χήνας τ’ ᾠβγὸν κ’ ἐπετζέριξεν τὸν κόλον ἀχτε (ἡ πάπια θελήσασα νὰ γεννήσῃ ὅσον εἶναι τὸ ᾠὸν τῆς χῆνας διέρρηξε τὸν κόλον της. Ἐπὶ τῶν ζημιουμένων διότι θέλουν νὰ μιμοῦνται τοὺς ἰσχυροτέρους) Κερασ. Συνών. τζερίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/