ἀποτζιγκοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτζιγκοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτζιγκοῦμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποτζουγκοῦμαι Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ. Κατὰ DŒconomides Lautlehre des Pont. 24 καὶ 38 ἐκ τοῦ ἀπεξογκοῦμαι.

Σημασιολογία

1)᾿Εκτείνω τὰ μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα ἀδιαθεσίας ἢ ὑπνηλίας ἔνθ’ ἀν.: Ντ’ ἔπαθες καὶ πάντα ἀποτζιγκοῦσαι; (τί ἔπαθες κτλ.) Τραπ. Χαλδ. Ὀσήμερον πολλὰ ἐπετζουγκῶθα, θὰ πιάν’ με ὁ ψῦχον (σήμερον πολὺ τεντώθηκα, θὰ μὲ πιάσῃ ὁ ἑλώδης πυρετὸς) Ἴμερ. ᾿Εσκάλωσεν κιˬ ἀποτζιγκοῦται (ἤρχισε νὰ κτλ.) Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκνεˬάζομαι, ἔτι συνών. ἀποτουντουνίζω 3, ἀποταυρίζομαι (ἰδ. ἀποτραυῶ Β2). β)᾿Εκτείνω τὴν χεῖρα διὰ νὰ κτυπήσω τινὰ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἀποτσιγκοῦμαι καὶ χτυπῶ σε! Κερασ. Συνών. ἀποξαμώνω Α2. 2)Παύω νὰ τεντώνωμαι Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. ξετεντώνομαι (ἰδ. ξετεντώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/