ἀποτζίγκωμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτζίγκωμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτζίγκωμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποτζούγκωμαν Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτζιγκοῦμαι.

Σημασιολογία

Ἔκτασις τῶν μελῶν τοῦ σώματος ἐξ ἀδιαθεσίας ἢ ὑπνηλίας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόκνεˬασμα, ἔτι συνών. ἀποτουντούνισμα 2, ἀποτραύιγμα 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/