ἀφαλοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαλοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφαλοκοπῶ Κρήτ. ἀφαλοκοπάω Πελοπν. (Δημητσάν.) - Λεξ. Βλαστ. 392 ἀφαλοκοπάου Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀφαλουκουπάου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐξ ἀμαρτ. παλαιοῦ ὀμφαλοκοπῶ. Πβ. ἀρχ. ὀμφαλοτομῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀποκόπτω τὸν ὀμφάλιον λῶρον τοῦ βρέφους ἔνθ’ ἀν.: Ἡ μαμμὴ ἀφαλουκόπ’σι τοὺ πιδὶ Αἰτωλ. || Φρ. Καὶ ποῦ σ’ ἀφαλοκόπαγε! (ἀρά, πβ. ἀφαλοκόβω 1) Δημητσάν. || ᾎσμ. Κιˬ ἀπῆτις καὶ τὸ γέννησε κ᾽ ἐφαλοκόπησέ dο, εἰς τὴ bοδεˬά τζη τό ᾽βαλε, πά’ νὰ τὸ καταλύσῃ Κρήτ. Συνών. ἀφαλοκόβω 1. 2) Μεταφ. περιθάλπω, περιποιοῦμαι Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀφαλουκουπάου τοὺ γέρουντα. Ἅμα γιράσου κ᾽ ἰγὼ θ᾽ ἀφαλουκουπ’θῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/