ἀπροίκιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροίκιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροίκιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀπροίκιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀπροίκιγος Πόντ. (Σάντ.)-Λεξ. Δημητρ. ἀπρούκιστος Κρήτ. Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προικιστὸς<προικίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ λαβὼν προῖκα, ὁ μὴ προικισθεὶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Σάντ. κ.ἀ.): Ἐπάντρεψα τὴν κόρη μου ἀπροίκιστη. Ὁ δεῖνα πῆρε τὴν γυναῖκα του ἀπροίκιστη πολλαχ. Συνών. ἄπροικος. β)Ὁ μήπω ἔχων τὴν προῖκα ἑτοίμην πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Ἡ δεῖνα εἶναι ἀκόμη ἀπροίκιστη πολλαχ. Ἀδελφή ἀτ’ ἀπροίκιστεσσα ἔν’ (ἡ ἀδελφή του εἶναι ἀπροίκιστη) Τραπ. 2)Ὁ μὴ δοθεὶς ὡς προὶξ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Σύμ.: Περβόλιν ἀπροίκιστον Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA