ἀπροκοπιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροκοπιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπροκοπιˬάζω ἀμάρτ. Μέσ. ἀνηπροκοπιˬάζομαι Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπροκοπιˬά, δι’ ὃ ἰδ. ἀπροκοψιˬά.
Σημασιολογία
Γίνομαι βάναυσος, φέρομαι βαναύσως: Ἀνηπροκοπιˬάστηκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA