ἀπρολόγευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρολόγευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπρολόγευτος ἐπίθ. Πόντ. (Οἰν.) ἀπρολόευτος Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προλογευτὸς<*προλογεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ προνοῶν, ὁ μὴ προμελετῶν περί τινος, ἀτημέλητος, ἀκατάστατος: Φρ. Ἄνιφτος κιˬ ἀπρολόευτος. Συνών. ἀπρολόγιστος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA