ἀφαμίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαμίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφαμίζω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. Δωρ. ἐπιθ. ἄφαμος. Ὅτι ἡ λ. παλαιὰ μαρτυρεῖ ὁ Ἡσύχιος, παρ' ᾧ «ἄφημοι. ἀνώνυμοι, ἀκλεεῖς» καὶ «ἀφημίζεσθαι. ἀθερίζεσθαι».

Σημασιολογία

Κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ τὴν καλήν του φήμην, δυσφημῶ: ᾎσμ. Ὤ Ντάβο μου, μὴν ἤθ’ ἐρθῇς,| τὰ ξαφνικά ζου νὰ ἄκουα, τ᾽ ἀφάμισες τοῦ πάππου μου | καὶ ὅλο μου τὸ γενεακό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/