ἀφάνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφάνα ἡ, φάνα Καππ. (Φάρασ.) Πελοπν. (Γέρμ. Κορινθ. Μάν.) κ.ἀ. ἀφάνα σύνηθ. καὶ Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. φανός, παρ’ ὃ καὶ ἀφανός. Ἡ λ. καὶ μεσν. παρὰ Σουΐδ. λ. σκινδαψός. Ἰδ. ΜΣτεφανιδ. Philol. Wonchenschrift 50 (1930) 1438. Ὁ τύπ. φάνα καὶ ἐν Ἐπαίνῳ γυναικῶν στ. 908 (ἔκδ. KKrumbacher σ. 403). Ἰδ. καὶ Δουκ. ἐν λ. φάνα καὶ Κορ. Ἄτ. 4, 636 καὶ 711.

Σημασιολογία

1) Λαμπάς, φανὸς Καππ. (Φάρασ): ᾎσμ. Ἧψεν ᾿ς τὸν κόσμον ἁ φάνα. 2) Διάφοροι θάμνοι ἀκανθώδεις χρησιμεύοντες ὡς προσάναμμα, ἰδίως δὲ ἐχινόπους ὀ ἀκανθόκλαδος (genista acanthoclada) τοῦ γένους τοῦ ἐχινόποδος (genista) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae), συνών. ἀπήφανος, ἀχινόποδας, ἀχινοπόδι, ξυλαφάνα, ἐχινόπους ὁ μήλιος (genista melia), ποτήριον τὸ ἀκανθῶδες (poterium spinosum) τοῦ γένους τοῦ ποτηρίου (poterium) τῆς τάξεως τῶν ροδωδῶν (rosaceae), ἡ τῶν ἀρχ. στοιβή, συνών. ἀστοιβεὰ 1, ἀστοιβή, ἀστοιβίδα, ἀχεροστοιβάδα, ἀχεροστοιβεὰ καὶ εὐφόρβιον ὁ ἀκανθόθαμνος (euphorbia acanthothamnus) τοῦ γένους τοῦ εὐφορβίου (euphorbium) τῆς τάξεως τῶν γρομφαδιωδῶν (scrofulariaceae) πολλαχ.: Τὰ μαλλιˬά της εἶναι σὰν ἀφάνα (ἀκτένιστα) Πελοπν. (Αἴγ.) Σὰν ἀφάνα κουλλάει (παίρνει φωτιὰ) Στερελλ. (Ἀράχ.) 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀφάνα τοῦ γιˬαλοῦ, τὸ ἀγριόχορτον κιχώριον τὸ ἀκανθῶδες (cichorium spinosum) τοῦ γένους τοῦ κιχωρίου (cichorium) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) φυόμενον ἰδίως εἰς τοὺς αἰγιαλοὺς Κεφαλλ. Μῆλ. Συνών. ραδίκι τῆς θάλασσας, ραδικοστοιβίδα, σταμναγκάθι. [**] Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀφάνες τοπων. Πελοπν. (Χατζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/