ἀποτηγάνισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτηγάνισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτηγάνισμα τό, σύνηθ. ἀπουτ’γά’σμα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποτηγανίζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποτηγάνισμα=λίπος.

Σημασιολογία

1)Τὸ τέλος τοῦ τηγανίσματος. 2)Τὸ μετά τὸ τηγάνισμα ὑπολειπόμενον ἔλαιον εἰς τὸ τηγάνιον. Πβ. ἀποτηγανίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/