ἀπρομελέτητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρομελέτητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπρομελέτητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προμελετητὸς<προμελετῶ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ προμελετηθείς, ὁ μὴ ἐκ προμελέτης γενόμενος λόγ. σύνηθ.: Ἀπρομελέτητα πράματα. Οἱ ἀπρομελέτητες ἐκδρομὲς πετυχαίνουν καλύτερα. Ἀπρομελέτητο ἔγκλημα λόγ. σύνηθ. Καὶ ἐνεργ. ὁ μὴ προμελετήσας τι, ἐπὶ μαθητῶν, διδασκάλων, ρητόρων κττ. λόγ. σύνηθ.: Ἦρθε ἀπρομελέτητος ὁ δάσκαλος. Πβ. ἀμελέτητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA